Η Τζούντι
- ΡΟΥΛΑ ΣΥΓΓΟΥΝΑ
- Oct 1, 2024
- 1 min read
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη αναμερίζοντας τη φράντζα των γκρίζων μαλλιών της.
Ανάμεσα στις βαθιές ρυτίδες της ακόμα σπινθήριζε η ζωηράδα της εφηβικής της ηλικίας.
Θυμήθηκε πόσα δάκρυα έχυσαν τα ξέθωρα πράσινα μάτια της, για εκείνον, τον χαμένο έρωτα του τελευταίου της καλοκαιριού στην Αμοργό.
Το καράβι σήμανε την αναχώρησή τους.
Πρώτη φορά η πρύμνη φαινόταν τόσο αφιλόξενη.
Το ανεμόβροχο της ημέρας, όμοιο με της ψυχής της, παρέσυρε τον ανέλπιδο αναστεναγμό της στα πόδια του ψηλόλιγνου άνδρα με τα σκούρα μαλλιά και το ηλιοκαμένο δέρμα που στεκόταν στην άκρη με σκυμμένο κεφάλι.
Σαλπάρανε...
Ο έρωτάς τους, γλάρος μ’ ολόλευκα φτερά χάθηκε στο τελευταίο ηλιοβασίλεμα του Αυγούστου.
Τα χρόνια που μεσολάβησαν επούλωσαν τις πληγές της, επιφανειακά τουλάχιστον. Μεγάλωσε… Ωρίμασε…
Η ζωή υπήρξε γενναιόδωρη απέναντι της, έλαβε αξιοζήλευτα αγαθά, γνώσεις, επαγγελματική καταξίωση, μ’ έναν υπέροχο σύζυγο, απέκτησε παιδιά κι αργότερα εγγόνια…
Όμως η αίσθηση του ανεκπλήρωτου είχε απλώσει βαθιές ρίζες στην καρδιά της.
Όταν το αναπόφευκτο στης στέρησε τη συντροφιά του συμπαραστάτη και συνοδοιπόρου της, όταν τα χρόνια την άφησαν μονάχη, με φόντο τη θύμηση κι οδηγό τη νοσταλγία, αποφάσισε μια επίσκεψη στο παλιό όνειρο της Αμοργού.
Από το παραλίγο της ενηλικίωσης της είχαν περάσει εξήντα ολόκληρα καλοκαίρια.
Καθώς το πλοίο ελλιμενιζόταν το τοπίο φάνταζε χθεσινό.

Το πεπρωμένο της ήταν ακόμα εκεί, σαν να μην έφυγε ποτέ, σαν να καρτερούσε την επιστροφή της όλα τούτα τα χρόνια, περίμενε στις δέστρες των κάβων λες κι ο άνεμος κουβαλώντας στις πλάτες του το άρωμα της, του ορμήνεψε πως θα έρθει.
Όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, το σύμπαν αποφάσισε πως ανήκαν ο ένας στον άλλον.
Comments