Μάνα πατέρα έχασα
σε τρυφερή ηλικία
Για χρόνια τόσα έζησα
χωρίς καμμίαν αξία.
Ανθός της νιότης ήμουνα
θαρρώ
όταν η μητριά μου με έκλεισε
στα χέρια
της, μαράθηκε η καρδιά μου.
Της δύο της κόρες έπλασε
καθρέφτη του εαυτού της,
μία αξία γυάλινη θαρρείς
του καθαρού εγώ της.
Δύσμοιρε πατερούλη μου
τι έμελλε να πάθεις
τα πλούτη σου σαν μάζευες,
για να με ξεδιψάσεις...
Τα πίνουν εγωκεντρικές,
και ψεύτικες υπάρξεις.
Λευκή ποδιά μου φόρεσαν
διαταγές μοιράζουν,
μέσα στο τζάκι έκαψαν
τα λιγοστά όνειρά μου.
Εξού και το όνομά μου...
Μα εγώ μέσα στις στάχτες
τους έκρυψα την ευχή μου.
Λευκός καπνός να υψωθεί
στο μαύρο σπιτικό μου...
Της μελωδίας τα φτερά
σπουργίτια μου χαρίζουν,
του πόνου την παρηγοριά,
για να με αποκοιμίζουν.
Καλοί μου φίλοι απ' τα παλιά...
Σε έναν χορό πριγκιπικό
δεν θέλησαν να πάω
να ζήσω την στιγμή μου,
την κολοκύθα να χαρώ
και το γοβάκι να φορώ.
Μα η καλή μου η νονά
δεν παίρνει
από λόγια, τα μαγικά της
έβαλε με στόλισε με δώρα,
όσο για τα
υπόλοιπα γνωστή η ιστορία.
Να μην μακρηγορώ πολύ
και χάσω την ουσία.
Μια που κοντεύει δώδεκα
ο χρόνος μου τελειώνει...
Εύχομαι η αγάπη σας
τον κόσμο να γυρίσει
σαν το γοβάκι που έχασα
να σας αναζητήσει!
Comments