Ο αοιδός με το λαούτο σεργιανά
και η θερμή καρδιά αγάπη ανασαίνει.
Θωρεί γαζέλα λαβωμένη και πονά
με σερενάτα την ψυχή της ανασταίνει
-και τη ζωή της μ'αντοχή ξαναδιαβαίνει.-
Από τα μάτια του σαν μέλανας ζωμός
κυλούν τα δάκρυα στης πληγής την ειμαρμένη.
Δεν βρίσκει απάγκιο να μερέψει ο καημός.
Στις ατραπούς του σεληνόφωτος γυρνά.
Ο φόρος της τιμής για την αγαπημένη
αιώνες καρπωμένος πως τον τυραννά.
Στα ρείθρα η πίκρα γνώριμη σκηνή στημένη
κι αγνοεί πιο πέρα τι τον περιμένει.
Μα η γαζέλα στο μυαλό του οδυρμός:
για την αιθέρια κόρη αδικοχαμένη.
Δεν βρίσκει απάγκιο να μερέψει ο καημός.
Μια σκέψη πάντα την ψυχή του κυβερνά
σαν πέφτει το σκοτάδι σε ομορφιά θλιμμένη.
Πως γίνεται το φως το θαύμα να γεννά
σε μια γοργή καρδιά με φόρτσα κεκτημένη
να τρέξει πέρα απ' το φως στην Οικουμένη;
Μες στη σιωπή του ο αδυσώπητος λυγμός
τινάζει στον αγέρα κάθε ευχή χαμένη .
Δεν βρίσκει απάγκιο να μερέψει ο καημός .
Στα πέρατα της δύσης πως ανεμοδέρνει
γαζέλας στεναγμός και σφύζει ο παλμός
του αοιδού σε μαύρη γη καταραμένη .
Δεν βρίσκει απάγκιο να μερέψει ο καημός.
Comments