top of page

Η θυσία της μάνας

Το χιόνι είχε στρώσει τ ' ολόλευκο χαλί του να πατήσει νύφη η όμορφη Ελπίδα για την εκκλησία, συνοδευόμενη από τον συγκινημένο πατέρα της.

Την είχε μεγαλώσει από μωρό μονάχος του αφού η μάνα της πέθανε στη γέννα της.

Στην εκκλησία την παρέδωσε στον μέλλοντα άντρα της,

τον Βάκο προύχοντα από το Χρυσοχώρι με τους καθώς πρέπει καλεσμένους του στο μυστήριο του γάμου του.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το γαμήλιο γλέντι.

Ο Βάκος αγέρωχος σήκωνε το ποτήρι του ψηλά και όλοι του ευχόντουσαν ευτυχία και πολλά παιδιά.

"Παιδιά (να κατουρούν όρθια)"

έλεγε αστειευόμενος...

δήθεν,

αρπάζοντας από το μπράτσο την νύφη να σύρει πρώτη το χορό.

Η λεπτή αέρινη κορμοστασιά της χόρευε σαν νεράιδα και όλοι θαύμαζαν την χάρη κι ομορφάδα της.

Στο τρίτο βράδυ ενώ το γλέντι συνεχιζόταν την σήκωσε να πάνε στην κάμαρή τους.

Γδύθηκε και την περίμενε στο κρεββάτι.

Εκείνη καθισμένη με το νυφικό της ακόμα στην πολυθρόνα του σαλονιού έτρεμε από ντροπή.

"Άντε μην αργείς"της φώναξε...

Αυτή έμεινε ασάλευτη κι αμίλητη σαν παγοκολόνα.

"Έλα βρε γυναίκα θ ' αργήσεις πολύ ακόμα;

Πόσο θα σε περιμένω;"

Δεν πήρε καμία απάντηση, σηκώθηκε νευριασμένος.

Μόλις την είδε με το νυφικό ακόμα του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε...

"Μπας κι είσαι πειραγμένη μωρή;

και γι'αυτό δεν έρχεσαι;"

"Αφού το λες εσύ είμαι, είμαι"...

"Τι είναι αυτά που μου λες;

δηλαδή το παραδέχεσαι;"

Χαμήλωσε το κεφάλι της.

"Είσαι λοιπόν μια τσούλα...

Και τις άστραψε μερικές γερές χαστούκες, που είδε τον ουρανό σφοντίλι...

Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και έκλαιγε με αναφυλιτά.

Την άρπαξε βίαια την έσουρε στο κρεββάτι την έγδυσε

σαν ταύρος μαινόμενος έπεσε πάνω στο παγωμένο της κορμί.

Το πρώτο εκείνο βράδυ του γάμου της η Ελπίδα γνώρισε

τη βία και τον πόνο του έρωτα.

Θα σ ' έστελνα αχάραχα στον πατέρα σου της είπε.

"Αν δεν ήμουνα ο πρώτος άντρας σου και ο τελευταίος στη ζωή σου"

Τον κοίταζε σαν χαμένη, με απορία, δεν ήξερε τι εννοούσε.

Αυτή τη πρώτη νύχτα του γάμου της έμεινε έγκυος .

Ο ερχομός του μωρού της πίστευε πως θα την έκανε να ξεχάσει τα όσα έζησε.

Ζούσε, κι υπέφερε με αυτόν τον αγριάνθρωπο τον οξύθυμο

που έμοιαζε με βόμβα έτοιμη να εκραγεί.

Να χάνει τον έλεγχο του.

Τον ασύμβατο με το δικό της ήρεμο κι αθώο χαρακτήρα.

Ο πόνος της ράγιζε τη καρδιά, καταπίεζε τον εαυτό της πνίγοντας

τα παράπονά της για να μην πληγώσει τον πατέρα της.

Μάταια πίστευε πως ο ερχομός του μωρού τους της κορούλας τους

θα γλύκανε τη ζωή τους.

Ο Βάκος δεν ήθελε ούτε που να την αντικρίσει την μικρή του κόρη.

Το κλάμα της τον ενοχλούσε τον εκνεύριζε δεν τον χώραγε το σπίτι κι έφευγε βρίζοντας.

Εκείνο το βράδυ ήταν που ξεχείλισε η σταγόνα στο ποτήρι.

Το μωρό έκλαιγε γοερά το άρπαξε στα χέρια του και

με δύναμη το πέταξε ψηλά ...

Ενας γδούπος ακούστηκε στον τοίχο

και το μωρό βρέθηκε στο πάτωμα, το κλάμα του κόπηκε μαχαίρι.

Η καρδιά της Ελπίδας σκίστηκε στα δύο από την αγωνία της.

Πάει το αγγελουδάκι μου ψέλλισε. Έσκυψε και το πήρε στην αγκαλιά της.

Η καρδούλα του φτερούγιζε κι ανέπνεε λαχανιασμένο.

Το χαϊδευε το φιλούσε τρυφερά.

Πήρε τη μικρή εικονίτσα της Παναγίτσας από την κούνια της την ακούμπησε στην καρδούλα της παρακαλώντας την Παναγιά να την λυπηθεί.

Να σώσει το σπλάχνο της.

Σε μια κουβερτούλα έδεσε δύο ρουχαλάκια του μωρού κι

έφυγε βιαστικά μέσα στη νύχτα.

Περπατούσε τώρα στο άγνωστο μ' ένα μωρό στην αγκαλιά της,

ν ' αφουγκράζεται τους λυγμούς της ψυχής της.

Η αγάπη της για την κορούλα της την ατσάλωνε, την δυνάμωνε.

Όσες πληγές κι αν της άνοιγε η ζωή θά ηταν ελαφρύτερες.

Μερόνυχτα περπατούσε και

θήλαζε το μωρό της στα στεγνά της στήθεια.

Χτυπώντας πόρτες για λίγο ψωμί.

Σ ' ένα ορφανοτροφείο ζήτησε να δουλέψει αφιλοκερδώς.

Να μεγαλώσει εκεί το παιδί της να της παρέχουν ένα πιάτο φαΐ κι

ένα κρεββάτι να κοιμάται.

Η προσφορά της εκεί ήταν παραδειγματική.

Όλοι την εκτιμούσαν και την αγαπούσαν.

Όλη της η ζωή ήταν εκεί πλέον.

Η κόρη της σπούδασε μέσα από τ' ορφανοτροφείο γιατρός.

Οι πράξεις της καθόρισαν την ποιότητα ζωής της και τη ζωή της κόρης της με επιτυχία.

Τώρα έπρεπε να φύγει η κόρη της στο εξωτερικό για τη διατριβή της

και την ειδικότητα της.

Είχε επιλέξει την Ψυχιατρική,

για να γιατρεύει τις κουρασμένες από πόνο ψυχές.

Τρία χρόνια πέρασαν με υπομονή κι αδιάλειπτη προσευχή να γυρίσει

με το Διδακτορικό της Άριστα,

και να ξεκλειδώσει τη καρδιά της μάνας της Ελπίδας.

Η Διεύθυνση του Ορφανοτροφείου της ανακοίνωσε με χαρά και συγκίνηση ότι της έχει ετοιμάσει πτέρυγα με ιατρείο να εξασκήσει εκεί το επάγγελμα της στα παιδιά.

Πολλές οι ευχαριστίες της Ελπίδας στο Θεό για όλο αυτό που ζούσε. Αγκαλιασμένες μάνα και κόρη σε τόση ευτυχία.

"Μανούλα μου γλυκιά σε σένα χρωστάω τα πάντα στη ζωή μου,

σ ' ευχαριστώ.

Μάνα θυσία, ήσουν αρνάκι κι έγινες θηρίο για να με σώσεις.

Έλεγες πάντα "όσα δίνει κανείς από τη ψυχή του τόσο αυτή γεμίζει και ξεχειλίζει".

Υπάρχει πολύ δυστυχία εκεί έξω που είναι τόσο απλό να δώσεις λίγη αγάπη λίγη χαρά σε κείνους που δεν στάθηκαν τυχεροί στη ζωή τους.

Όλες οι προσευχές της Ελπίδας εισακούστηκαν.

Από Ε κ ε ι ν ο ν έπαιρνε δύναμη και παρηγοριά.

" Όσο θα ζω στον Κ ύ ρ ι ο θα ψάλλω όσο θα υπάρχω το Θεό θα υμνολογώ.

Ας εξαφανιστούν από τη γη οι αμαρτωλοί και πια οι ασεβείς ας μην υπάρχουν.

Τον Κ ύ ρ ι ο ευλόγησε ψυχή μου Αινείτε τον Κ ύ ρ ι ο ν.

Η Ελπίδα είχε γεννηθεί για να εκπληρώσει το δικό της και

της κόρης της το πεπρωμένο.

Όπου υπάρχει η Πρόνοια του Θεού οι δυσκολίες της ζωής συνθλίβονται.

Η Ελπίδα την είχε πάντα ορθάνοιχτη τη πόρτα της ψυχής της μπροστά στη Χάρη Του με αγάπη και βαθειά πίστη μέχρι τα βαθειά γεράματα της

έζησε στον Παράδεισό της μέσα στ' ορφανοτροφείο που υπηρέτησε

με αφοσίωση μέχρι την τελευταία της πνοή ευτυχισμένη.

Ελπίδα Μάνα Θυσία.

Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας που ίσως να μην προσέξαμε ποτέ.


(Η ιστορία της Ελπίδας είναι αληθινή).



Comments


bottom of page