top of page

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Updated: Apr 11


Είχε κλείσει τα είκοσι χρόνια της η Καλίτσα, μα στην εποχή της θεωρούνταν ώριμη γυναίκα, έπρεπε να είχε παντρευτεί από καιρό, να δημιουργήσει οικογένεια, να αναλάβει υποχρεώσεις, να μην καμαρώνει μόνη της την ομορφιά της, να χαμηλώσει λίγο και τη μύτη της. Το περιβάλλον της ήταν έτοιμο να της αποδώσει το στίγμα της μεγαλοκοπέλας.

Αυτόν τον φόβο είχε και ο πατέρας της, από χρόνια γκρίνιαζε, είχε γίνει αφόρητη η ζωή της πια, και τελικά την αρραβώνιασε παρά τις αντιρρήσεις της.


Κανείς δεν γνώριζε πως είχε χαρίσει την καρδιά της στον Αρίστο, πως είχαν δώσει μεταξύ τους αμοιβαίες υποσχέσεις αγάπης και κοινής συμπόρευσης, μα έλλειπε η έγκριση, η συγκατάθεση του πατέρα της. Τελευταία στιγμή, το βράδυ της παραμονής του γάμου της, πήραν την μεγάλη απόφαση.

Έκανε την τολμηρή της έξοδο, το 'σκασε από την πίσω πόρτα με μια ζακέτα στο χέρι της, με τον τρόμο να θορυβεί δαιμονισμένα μέσα της, τον φόβο να την κυνηγάει

ώσπου να φτάσει στο γεφυράκι έξω από το χωριό.

Εκεί την περίμενε ο Αρίστος, τρέμοντας από την αγωνία ώσπου να την δει να έρχεται.

Δεν υπήρχε χρόνος για αγκαλιές και εξηγήσεις, άρχισαν να τρέχουν στη σιγουριά της αγκαλιάς της νύχτας, ώσπου βρήκαν καταφύγιο στην ανωνυμία της μεγαλούπολης.

Ποτέ δεν τη συγχώρεσαν οι γονείς της, κυρίως ο πατέρας της, για την ατίμωση που ένιωθαν.

Όσες προσπάθειες κι αν έκανε να εξευμενίσει τον θυμό τους, σε προσβολές μετατρέπονταν, πληγές άνοιγαν στην καρδιά της, σε δάκρυα καυτά κατέληγαν.

Δεν τους ξανάδε στη ζωή της, άφησαν εντολή να μην παραβρεθεί ούτε καν στην κηδεία τους.


Τα 'φερε όμως έτσι η ζωή που στα εξήντα της χρόνια βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του πατρικού της.

Με μια ζακέτα έφυγε, με ένα μικρό βαλιτσάκι γύρισε, εκεί χωρούσε ολόκληρη η ζωή της.

Έσπρωξε την χορταριασμένη καγκελόπορτα και, το μεταλλικό τρίξιμο, πριόνισμα το ένιωσε στα σωθικά της.

Στάθηκε για λίγο στη μέση του διαδρόμου, κοίταξε ερευνητικά την εγκατάλειψη του κήπου, σήκωσε τα μάτια της, αντίκρισε το ρημαδιό του σπιτιού της, από τα σφαλιστά πορτοπαράθυρα, απόηχος κατάθλιψης, μιζέριας και πόνου αναδύονταν.

Προχώρησε στην κυρία είσοδο, αναθάρρησε με την τριαναφυλλιά -με τα χέρια της την είχε φυτέψει- γερασμένος ο κορμός της, ροζιασμένα ακόμα και τα άτσαλα κλαδιά της, λιγοστά τα φύλλα της, μα άντεχε ακόμα.

Είχε ακόμα δύναμη ζωής, σημάδι της ένα ολόφρεσκο κατακόκκινο μπουμπούκι έτοιμο να ανοίξει!

Δεν κουράστηκε να παραβιάσει την κυρία είσοδο, με λίγη πίεση διαλύθηκε η πολυκαιρισμένη κλειδαριά.

Μπούκωσε από την μυρωδιά μούχλας και υγρασίας που την υποδέχθηκε, προχώρησε στο καθιστικό, δεν ήταν δύσκολο να ανοίξουν τα παραθυρόφυλλα. Πρώτη φορά μετά από χρόνια ο ήλιος εισέβαλε στο άβατο του καταθλιπτικού σπιτιού, έριξε φως στον χώρο και στις αναμνήσεις της, θαλπωρή στην καρδιά της!


Στη μέση του καθιστικού επιθεώρησε με τη ματιά της όλους τους χώρους, κάθε γωνία, κάθε αντικείμενο, χωρίς να τολμά τίποτα να αγγίξει.

Την άγγιξαν όμως μνήμες, μυρωδιές και αρώματα από το παρελθόν, από παντού έφταναν φωνές, γέλια ξεθωριασμένα χάιδεψαν για λίγο την ψυχή της, άκουγε παραινέσεις, επιπλήξεις,νεύρα. Οραματίστηκε τον πατέρα της με ανέκφραστο πρόσωπο να της δείχνει με το δάχτυλο την έξοδο, την μητέρα της τρομοκρατημένη, μισοκρυμμένη στην πόρτα της κουζίνας να την προτρέπει παρακλητικά να μην δειλιάσει, να μην εξαφανιστεί και πάλι.


Πήρε βαθιά ανάσα, έδιωξε το τρέμουλο που την είχε κυριεύσει, σταθεροποίησε τους παλμούς της καρδιάς της.

Άνοιξε τη βαλίτσα της, έβγαλε δύο κορνίζες με τις φωτογραφίες του Αρίστου και του Παύλου.

Το όνομα του πατέρα της είχε δώσει στον γιο της.

Τις ακούμπησε στον μπουφέ, δίπλα από τις φωτογραφίες των γονιών της.

Θαύμα ήταν που η ίδια είχε σωθεί σε εκείνο το τροχαίο.

Η στιγμή έφερε ένα δάκρυ, το άφησε να κυλήσει, δεν το σκούπισε, ούτε ένιωσε ενοχές που δεν τήρησε τον όρκο της, δάκρυ για τους αγαπημένους της να μην ξαναστάξει, μόνο αγάπη να εκφράζει, ήταν σίγουρη πως την ένιωθαν, όπου κι αν βρίσκονται!

"Ήταν επιτακτική ανάγκη του ψυχισμού μου" ψιθύρισε, "να ενώσω όλα τα κομμάτια της ζωής μου κάτω από την ίδια στέγη. Επιβάλλεται να στεγάσω την αγάπη μου για όλους αξιοπρεπώς. Γι αυτό θα αναστηλώσω ψυχή και οίκημα, πρέπει η τριανταφυλλιά να συνεχίσει να ανθίζει , Κάποιοι ίσως ωφεληθούν από το άρωμα των λουλουδιών της!".



Βαγγέλης Γιάννου

Συγγραφέας 🌹


ο  Βαγγέλης  Γιάννος
ο Βαγγέλης Γιάννος

Comments


bottom of page