top of page

Η επιστροφή της Ελένης:Εκεί που οι Ρίζες γεννούν όνειρα


Η Επιστροφή της Ελένης: Εκεί που οι Ρίζες Γεννούν Όνειρα"

Ήταν ένα απόγευμα που ο ήλιος έδυε σιγά σιγά πίσω από τ’ βουνά, χρωματίζοντας τον πελώριο ουρανό με μαβί και χρυσαφένιες αποχρώσεις. Η Ελένη περπατούσε αργά, σχεδόν διστακτικά, στο γνώριμο μονοπάτι του παλιού ελαιώνα. Είχε χρόνια να το διασχίσει, όμως κάθε βήμα της ήταν μια συνάντηση με το χθες.

«Γιατί επιστρέφεις τώρα;» αναρωτήθηκε, καθώς πλησίαζε την παλιά ελιά που πάντα την περίμενε, ακλόνητη σαν παλιός φίλος. Το δέντρο με τον γέρικο κορμό της πρόσφερε τη θαλπωρή του, τότε που την χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ. Εδώ, σε αυτό το σημείο, είχε κάποτε φυτέψει τους σπόρους των ονείρων της. "Θα ανθίσουν;" είχε αναρωτηθεί τότε, γεμάτη προσδοκίες και ελπίδες.

Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί της. "Άραγε, άνθισαν; Ή μήπως χάθηκαν μέσα στη σκόνη του χρόνου;" Γονάτισε δίπλα στο δέντρο και άφησε το χέρι της να χαϊδέψει τον κορμό του. «Παλιέ μου φίλε» ψιθύρισε, «θυμάσαι; Εδώ σου είχα αφήσει όλα μου τα όνειρα, όλα μου τα βάσανα. Τι απέγιναν;» Η σιωπή ήταν η μόνη απάντηση, μια σιωπή που η Ελένη είχε μάθει να ακούει. "Η σιωπή είναι χρυσός," έλεγε πάντα ο πατέρας της, ένας άνθρωπος απλός, μα γεμάτος σοφία. «Μέσα στη σιωπή κρύβεται όλη η αλήθεια»

Η Ελένη στάθηκε δίπλα στην παλιά ελιά, αφήνοντας τις αναμνήσεις να κυλήσουν μέσα της. Χιλιάδες εικόνες πλημμύρισαν το είναι της, «Αχ, πόσο πόνεσα τότε» μονολόγησε «Αλλά δε λύγισα» Ο ελαιώνας αυτός ήταν το καταφύγιό της, το μέρος όπου έμαθε να αντλεί δύναμη από τον εαυτό της, όταν ολάκερος ο κόσμος γύρω της γκρεμιζόταν. «Έγινες σαν τούτο το δέντρο» της είχε πει κάποτε ο πατέρας της. «Βαθιές ρίζες, γερή κορμοστασιά, κι ας σε χτυπούν οι θύελλες.» Η φωνή του πατέρα της αντηχούσε μέσα της, καθώς σηκώθηκε και προχώρησε προς το παλιό πηγάδι., «Θα βρω το δρόμο μου;» είχε αναρωτηθεί τόσες φορές, τότε που όλα φάνταζαν σκοτεινά και απρόσιτα. Τώρα όμως, είχε καταφέρει επιτέλους να χαράξει το δικό της μονοπάτι στο διάβα της ζωής της.. Όχι αυτόν που είχε ονειρευτεί, αλλά εκείνον που είχε καταφέρει να χτίσει με δικά της χέρια. «Δεν ήταν εύκολο,» ψιθύρισε «Αλλά ήταν δικός μου».

Καθώς το φως του ήλιου έσβηνε αργά, έσκυψε και πήρε μια χούφτα χώμα. Το ένιωσε να γλιστρά ανάμεσα στα δάχτυλά της, όπως είχε γλιστρήσει κι ο χρόνος μέσα από τη ζωή της. «Αυτό είναι το χώμα που με κράτησε ζωντανή. Το χώμα όπου φύτεψα τα όνειρά μου» είπε και το άφησε να πέσει απαλά στη γη. Η Ελένη ένιωσε να ενώνεται ξανά με τις ρίζες της, με το παρελθόν της και με όλα όσα την είχαν διαμορφώσει αυτό που ήταν σήμερα. «Κρατώ τη ζωή μου στα χέρια μου» ψιθύρισε, και το αεράκι πήρε τα λόγια της και τα σκόρπισε στον ουρανό, σαν ευχή που είχε επιτέλους πραγματοποιηθεί.

Δεν ήταν πλέον η φοβισμένη κοπέλα που κάποτε είχε σταθεί εκεί, αλλά μια γυναίκα που είχε μάθει να αγαπά τον εαυτό της και τη ζωή της με όλα της τα ελαττώματα. Το παρελθόν της ήταν γεμάτο από πληγές, αλλά αυτές οι πληγές ήταν και η πηγή της δύναμης της. Ήξερε πως είχε κερδίσει τη μεγαλύτερη μάχη με τον εαυτό της, είχε συμφιλιωθεί με το παρελθόν και τώρα έστεκε πιο δυνατή από ποτέ!

Καθώς το σπίτι της φάνηκε στον ορίζοντα, με τα φώτα του να την καλωσορίζουν όπως κάθε βράδυ, ένιωσε ένα απέραντο αίσθημα γαλήνης να την πλημμυρίζει. Είχε σταθεί όρθια στη φουρτούνα της ζωής, όπως της είχε μάθει ο πατέρας της. Ένιωσε το βάρος όλων αυτών των χρόνων που την είχαν σημαδέψει να φεύγει από τους ώμους της. Ό,τι κι αν είχε περάσει, ό,τι κι αν την είχε πληγώσει, είχε καταφέρει να το ξεπεράσει. Είχε κρατήσει τη ζωή της στα χέρια της σαν καλός καπετάνιος στη φουρτούνα και είχε καταφέρει να σταθεί όρθια στα πόδια της.

«Είμαι η ζωή μου,» ψιθύρισε και χαμογέλασε. «Και τη ζωή μου θα την κρατήσω, όπως της αξίζει.»


© By Mina Boulekou

Comentários


bottom of page