top of page

Εν Ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν…

 

Εν Ειρήνη, του Κυρίου  δεηθώμεν …

Εν Ειρήνη του Κυρίου, δεηθώμεν…

Έτσι ξεκινάει κάθε ακολουθία της Εκκλησίας με τα «Ειρηνικά».

Ένα «κόμμα» κάνει τη διαφορά.  

Με Ειρήνη ας προσευχηθούμε στον Κύριο.

Με Ειρήνη  (που μας έδωσε ο Κύριος ), ας προσευχηθούμε.

Ειρήνη. Το ύψιστο αγαθό. Ξεσκίζεται και ποδοπατείται τις μέρες αυτές σε πολλές γωνιές της γης, ιδιαίτερα σε Ουκρανία και Παλαιστίνη. Τον ζήσαμε τον πόλεμο στο πετσί μας.

Πόλεμος! Ένα παιχνίδι των μεγάλων που γνωρίζει ο ένας τον άλλον, ομοτράπεζοι και ομοϊδεάτες πολλές φορές, με πιόνια-θύματα ανθρώπους που δεν γνωρίζονται αλλά μακελεύονται…

Και στην κορωνίδα όλων, ο Εμφύλιος πόλεμος. Ένας πόλεμος αδερφοκτόνος, μια πληγή σάπια που κακοφορμίζει με το χρόνο. Αυτός ο αδελφοκτόνος παραλογισμός που πρέπει να θάβεται σαν αιμομιξία. Γιατί αυτό είναι ο Εμφύλιος πόλεμος. Μια βδελυρή αιμομιξία που καταλήγει σε τερατογέννηση…   

   Και κάπου εδώ αρχίζει η ιστορία μας. Μια ιστορία μνημόσυνο σ’ έναν γέρο αντάρτη, ιδεαλιστή και ονειροπόλο μιας ιδεατής δικτατορίας του λαού. Τον γνώρισα στην οικοδομή, δεκαεξάχρονο παλληκάρι εγώ, εξήντα δύο χρονών αυτός. Ο πιο γέρος οικοδόμος που είχα δει ποτέ. Ξερακιανός, μ’ ένα πρόσωπο σκαμμένο απ’ τις ρυτίδες, του έλειπε η μισή γάμπα και στην αριστερή ωμοπλάτη έχασκε μια τρύπα που μπορούσες να βάλεις μέσα ολάκερο αντίχειρα. Αμίλητος και βλοσυρός, δε μίλαγε σχεδόν ποτέ, τρομακτικός μπορώ να πω.

  Το αφεντικό, φίλος του πατέρα μου, Βαγγέλης Πολέτας το όνομα, ένας διαγραμμένος απ’ το κόμμα σαν «Τροτσκιστής», ιδεολόγος και δουλευταράς, είχε στην δούλεψή του τον κυρ Φάνη και τα τελευταία δυο καλοκαίρια κι εμένα. Σκληρή δουλειά, καλουπατζής, τοιχία, μάντρες, μπετό και σίδερα… Κι ο κυρ Φάνης, αργός, βαρύς, χανόταν πολλές φορές στις σκέψεις του με το σκερπάνι στο χέρι και την πρόκα στο στόμα για ατέλειωτα λεπτά. Κακός δουλευτής, ο φουκαράς ο κυρ Βαγγέλης όλο μουρμούριζε αλλά —όπως μου είχε πει κρυφά— είχε χρέος σαν άνθρωπος και σαν αριστερός να το κάνει, να του δίνει μεροκάματο.

  Ήταν αντάρτης κάποτε ο κυρ Φάνης, δεξί χέρι του Άρη Βελουχιώτη, είχε τραυματιστεί δυο φορές, μετά νοσοκομεία, μετά εξορία, φυλακές, βασανιστήρια και τέλος ο κυρ Φάνης μόνος, απόκληρος, έμενε σ’ ένα δώμα στην Πετρούπολη χωρίς κανέναν φίλο ή συγγενή και κανένα εισόδημα παρά αυτά τα μεροκάματα. Ήταν ο ήρωας του κυρ Βαγγέλη αλλά και στα δικά μου μάτια ο κυρ Φάνης είχε μια… μυθική υπόσταση. Αμίλητος, αγέλαστος πάντα, εκτός από την μοναδική φορά που τον είδα να γελάει ή καλύτερα, να ξεκαρδίζεται! Δουλεύαμε πάντα από τις επτά το πρωί μέχρι τις τέσσερις. Στις δώδεκα ακριβώς κάναμε ένα μεγάλο διάλειμμα, τρώγαμε όλοι μαζί το κολατσιό μας, ξαποσταίναμε και συνεχίζαμε. Μοιραζόμασταν τα πάντα.

 

  Εκείνη την ημέρα δεν ήθελα να μοιραστώ το κολατσιό μου. Το πρωί η μάνα μου είχε φτιάξει ένα τεράστιο σάντουιτς με μια ολόκληρη ομελέτα με πατάτες και λουκάνικα μέσα. Πρωινιάτικα μου είχε σπάσει τη μύτη. Μέχρι το διάλειμμα, ονειρευόμουν εκείνο το σάντουιτς που με περίμενε στο δισάκι μου και το πήρα και ξεδιάντροπα πήγα παρακάτω να το φάω μόνος μου. Τότε φτιάχναμε μια τεράστια μάντρα πίσω από το ίδρυμα αναπήρων στους Αγίους Αναργύρους, μέσα στο δάσος, μάντρα που θα περικύκλωνε κάποιο πλουσιόσπιτο. Βρήκα ένα δέντρο φουντωτό που τα κλαριά του σχηματίζαν σπηλιά και χώθηκα κρυφά κι απολάμβανα. Ξάφνου ακούω βήματα πίσω απ’ το δεντρί και αντιλαμβάνομαι τον κυρ Φάνη που είχε έρθει… «προς νερού του». Χαλάστηκα λίγο, σταμάτησα να μασουλάω κι έκανα ησυχία ενώ αυτός έλυνε το ζωνάρι του. «Έλα…έλα βρέεεε , που διάολο είσαι…» τον άκουσα να μονολογεί… «Απππ! και σε τσάκωσα!» είπε μεγαλόφωνα και συνειδητοποίησα ότι ο γέρος έψαχνε… να την βρει να κατουρήσει… Ο σπασμός του γέλιου που μου ήρθε με έκανε να κομπιαστώ, άρχισα να βήχω και κατέληξα να πνίγομαι τόσο επώδυνα που σχεδόν λιποθύμησα. Συνήλθα ενώ από πάνω μου ο κυρ Φάνης σε κατάσταση πανικού φώναζε τον κυρ Βαγγέλη κι οι δυο μαζί με βαρούσαν στην πλάτη και στο στήθος για να ξεκομπιαστώ. Είχα φτάσει στο χείλος του θανάτου. Όταν τελικά συνήλθα και διηγήθηκα το πώς την έπαθα, γελάγαμε τρανταχτά όλοι για ώρα. Τότε κι ο κυρ Φάνης φάνηκε στα μάτια μου πιο… ανθρώπινος. Η πρώτη και η τελευταία φορά που τον είδα να γελάει. Αλλά υπήρξε και μια φορά που τον είδα να κλαίει…

 

  Ήταν κοντά δεκαπενταύγουστος, της Παναγίας, και δουλεύαμε στον Διόνυσο, φτιάχνοντας ένα τοιχίο μέσα στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Φανερωμένης. Είχαμε δουλέψει καμιά βδομάδα εκεί, ένα μέρος παραδεισένιο, αγαλλίαζε η ψυχή κι ας δουλεύαμε σκληρά, κι ας δουλεύαμε με μακριά παντελόνια και φορώντας και τα μπλουζάκια μας μες στο κατακαλόκαιρο, σεβόμενοι τον χώρο και τις καλόγριες. Οι γερόντισσες μάς είχαν ζητήσει να μη φέρνουμε κολατσιό και κάθε μεσημέρι στις δώδεκα στο διάλειμμα φέρναν φαγητό κανονικό, τόσο, μα τόσο νόστιμα μαγειρεμένο… Αλλά κι άλλες στιγμές μας έφερναν καφέ, φρούτα —Θεέ μου, τα πιο νόστιμα σύκα που έχω φάει στη ζωή μου— κι ένα κρύο νερό απ’ το πηγάδι! Εγώ έτρεχα και το έβγαζα με το σίκλο και το πίναμε μ’ ένα μεταλλικό καπέλο. Ακόμα αναπολώ την ομορφιά, γεύομαι το γάργαρο δώρο…

  Μια ηλικιωμένη γερόντισσα ήρθε προς το μέρος μας μαζί με μια νεαρή δόκιμη καλογριούλα. Δεν είχα ξαναδεί τόσο φωτεινό πρόσωπο όσο εκείνης της πολύ νεαρής μαυροφορεμένης κοπέλας. Κοιτούσε κάτω και στα χέρια της κρατούσε έναν περίτεχνο δίσκο με σπιτική λεμονάδα και γλυκό σταφύλι. Ευχαριστήσαμε και τα πήραμε κι η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι και μας χάρισε ένα ντροπαλό χαμόγελο. Ακούστηκε ο θόρυβος από το πιατάκι που έσπασε καθώς ξεγλίστρησε απ’ το χέρι του ηλικιωμένου οικοδόμου. Ήταν άσπρος σαν το πανί.

«Μαρία… Μαρία…» ψέλλισε ο κυρ Φάνης και είχε μείνει αποσβολωμένος.

Η νεαρή δόκιμη μοναχή, αμήχανη, απάντησε ότι δεν τη λένε Μαρία. Ο κυρ Φάνης είχε αρχίσει να τρέμει σα να είδε φάντασμα, ζήτησε συγνώμη κι έφυγε με το βαρύ του βήμα κουτσαίνοντας. Βγήκε απ’ την πύλη σαν κυνηγημένος σέρνοντας το ποδάρι του σα χτυπημένος σκύλος κι άκουγα τα βογκητά του σαν ρόγχο, βογκητά μπερδεμένα μ’ ένα τέτοιο κλάμα, τέτοιο πόνο που δεν είχα ξανακούσει ποτέ. Τον ακολουθήσαμε εγώ κι ο κυρ Βαγγέλης και τον βρήκαμε ξαπλωμένο κάτω από ένα πεύκο να κλαίει τόσο δυνατά που το κορμί του σπαρασσόταν αλλά κι η δική μας ψυχή. Κάποια στιγμή ηρέμησε κι άρχισε να μας μιλάει. Χείμαρρος. Ο κυρ Βαγγέλης μού είπε ότι εκείνο το μεσημέρι άκουσε από το στόμα του κυρ Φάνη τόσες λέξεις μαζεμένες όσες δεν είχε ακούσει όλα αυτά τα χρόνια που τον είχε στη δούλεψή του.

  Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ο Γερμανός είχε φύγει. Κι είχε αρχίσει ο εμφύλιος σπαραγμός. Το κεφάλι του Άρη Βελουχιώτη είχε περιφερθεί τρόπαιο, οι αντάρτικες ομάδες είχαν διαλυθεί για να ξανασυγκεντρωθούν και να ξαναρχίσουν τη μάχη αλλά με άλλον “εχθρό”.  «Γράμμος…», έφτυσε την λέξη, «αν υπάρχει κόλαση εγώ πήγα», είπε «και δεν έφυγα ζωντανός από εκεί…»

Μας τα είπε όλα. Μάχες σώμα με σώμα, ένας εχθρός που δε μισούσες αλλά που ήθελες να αφανίσεις, ένα συναίσθημα άρρωστο, μια φρίκη. Τα κανόνια να ξεκολλάν χέρια και πόδια συντρόφων, το αίμα να έχει βάψει τα λιθάρια και τα ουρλιαχτά να σε στοιχειώνουν για χρόνια. Εκεί χτυπήθηκε πισώπλατα όταν πήγε ν’ αλλάξει ταμπούρι. Έπεσε με το αριστερό του χέρι νεκρό, του έφυγε και το ντουφέκι. Λιποθύμησε και συνήρθε όταν σκόνταψε κι έπεσε σχεδόν πάνω του ένας στρατιώτης του τακτικού στρατού, ένας “τακτικός” μάς είπε κατά λέξη.

 

  «Κρατούσα την ξιφολόγχη σφιχτά και γύρισα κι άρχισα να τον χτυπώ με μανία στην κοιλιά», μας είπε. «Καβάλησα πάνω του για να του κόψω το λαρύγγι όταν με φώναξε με τ’ όνομά μου. Σα σε όνειρο, είδα ότι όλη αυτή την ώρα μαχαίρωνα ένα παλληκαράκι απ’ το χωριό μου, ένα παιδάκι που το μεγάλωσα σχεδόν στην αγκαλιά μου, το μικρό αδελφάκι της αγαπημένης μου Μαρίας, της κοπέλας μου, του έρωτά μου. Κάναμε όνειρα για γάμο κι οικογένεια, μετά έφυγα στο αντάρτικο, βρέθηκα από την Ορεινή Αρκαδία στα Τρίκαλα. Είχα χρόνια να ακούσω νέα της, αλλά η καρδιά μου κι η σκέψη μου, το ξαπόσταμά μου ήταν η Μαρία μου. Και τώρα κρατούσα με τρόμο τα χυμένα άντερα του μικρού της αδερφού, πληγή απ’ το δικό μου χέρι».

Άρχισε να κλαίει σπαρακτικά πάλι. «Ξέρετε τι μου είπε όταν ξεψύχαγε, ε, ξέρετε;» Μας κοίταξε με βλέμμα τρελού. «“Ο Θεός να σε συγχωρέσει”, αυτό μου είπε!» και χάθηκε στα αναφιλητά του ο κυρ Φάνης. «Όχι, κανένας Θεός δε θα με συγχωρέσει και θα πάω στην κόλαση, μια κόλαση που δε φοβάμαι γιατί πήγα κι έμεινα εκεί. Κι η κόλαση έχει όνομα, φώναξε, “Γράμμος”! Έτσι τη λένε. Και για μένα ο θάνατος θα είναι λύτρωση», είπε ξεψυχισμένα.

   »Στο χωριό μου ξαναγύρισα πριν τη δικτατορία. Είχε μαθευτεί ποιος ήταν ο μακελάρης του αδερφού της Μαρίας. Ήμουν κάτι χειρότερο από ένας μισητός απόβλητος. Έφυγα και δεν ξαναγύρισα ποτέ. Τα αδέρφια μου είχαν φύγει, για την Αυστραλία η μεγάλη και κάπου αλλού ο μικρός. Ποτέ δεν έμαθα νέα τους αλλά και ποτέ δεν έψαξα. Η Μαρία μού είπαν ότι κλείστηκε σε κάποιο μοναστήρι που ποτέ δεν έμαθα, αλλά και που ποτέ δεν έψαξα. Και τώρα την είδα. Ίδια κι απαράλλακτη όπως ήταν σαράντα χρόνια πριν. Η Μαρία μου…»

   Δε δουλέψαμε άλλο εκείνη την ημέρα. Την άλλη μέρα δεν ήρθε ο κυρ Φάνης. Ήρθε όταν είχαμε τελειώσει την δουλειά στο μοναστήρι. Αμίλητος, βλοσυρός. Δε ξαναδούλεψα την επόμενη χρονιά στην οικοδομή. Δούλεψα γκαρσόνι, μια δουλειά που την έκανα για πολλά πολλά χρόνια.

  Σήμερα θυμήθηκα τον κυρ Φάνη και μοιράστηκα μαζί σας την ιστορία του σα μνημόσυνο. Δε θέλω να μιλήσω πολιτικά αλλά κάποιοι νεολαίοι είχαν θελήσει να “ακολουθήσουν τα χνάρια των ανταρτών”. Όχι εκεί,  παιδιά μου. Όχι εκεί.. Εκεί τα χνάρια δεν έχουν να οδηγήσουν σε τίποτα το ηρωικό. Εκεί τα χνάρια είναι ματωμένα με αίμα αδερφικό… Ποτέ πόλεμος πια… Ποτέ πόλεμος πια… Ειρήνη πάσι…

 

*******************************************

Μέλος εργαστηρίου Διαδικτύου Ψηφιακών Μέσων και Επικοινωνίας

Αργοστόλι, Κεφαλονιά

*******************************************

 

Comments


bottom of page