
Καλοκαίριαζε για τα καλά. Ο Ιούνιος βάδιζε προς το τέλος του, όταν είχαν πλέον ανακοινωθεί οι βαθμοί με τους οποίους υπολόγιζες κατά προσέγγιση τη Σχολή στην οποία θα έμπαινες και θα γραφόσουν το Φθινόπωρο. Εκείνο τον καιρό, την δεκαετία του 1980, ακόμα και οι βαθμοί των Πανελληνίων Εξετάσεων, έμπαιναν στον πίνακα των ανακοινώσεων του Εξεταστικού Κέντρου και μάλιστα χειρογράφως. Πού τώρα που έρχονται όλα στην εντυπωσιακή συνήθως οθόνη των κινητών τηλεφώνων των μαθητών της Γ΄ Λυκείου..! Ο Νίκος Φοίβος είχε πετύχει με την πρώτη τον σκοπό του. Βέβαια, όχι στην Αθήνα όπως θα το ήθελε, μα αυτό δεν είχε και πολύ μεγάλη σημασία. Είχε ακόμη μπροστά του αρκετές εβδομάδες πριν την έναρξη μιας νέας ζωής--της φοιτητικής περίφημης ζωής. Αποφάσισε, ανταμείβοντας τον εαυτό του και για το διάβασμα των Πανελλαδικών, να εγκαταλείψει το δροσερό και πευκόφυτο Ηράκλειο των Αθηνών, και να γνωρίσει κι αυτός την Κεφαλονιά από κοντά. Υπήρχε βασικά και άλλος λόγος. Μόλις πριν ένα μήνα είχε γνωρίσει ένα ολόδροσο μελαχρινό κορίτσι Ελληνοαμερικάνα με καταγωγή από το νησί. Ατυχώς είχαν προλάβει να ανταλλάξουν λίγες λέξεις μόνο, πάνω στην πλατεία του Αγίου Λουκά του Παλαιού Ηρακλείου με το περήφανο καμπαναριό του ομώνυμου Ρωμαιοκαθολικού ναού να σχίζει τα ουράνια. Η Νεφέλη, το μόνο που είχε προλάβει να του πει πριν του σφίξει γλυκά το χέρι του ήταν ότι το καλοκαίρι θα το περνούσε στην Κεφαλονιά, κυρίως στο Αργοστόλι αλλά και σε άλλες περιοχές του νησιού, και έλπιζε να τον συναντούσε σε κάποιον από του περιπάτους της. Του είχε αφήσει βιαστικά ένα μαντήλι της, με το αρχικό του ονόματός της, το Ν, κεντημένο περίτεχνα πάνω του. Ίσα ίσα που είχε προλάβει κάτω από τον ίσκιο του Ρωμαιοκαθολικού ναού να μην την δουν οι γονείς της.
Εκείνος ο Ιούλιος στάθηκε από τους πιο ξέγνοιαστους μήνες της μέχρι τότε ζωής του. Το βασικό ήταν ότι δεν υπήρχε καταναγκαστικό διάβασμα και το άγχος των εξετάσεων. Εκτός από το μονόγραμμα στο μαντήλι της, διέθετε και ένα τηλέφωνο το οποίο του είχε συστήσει να το χρησιμοποιήσει μόνο μια φορά και με διακριτικότητα για να μάθει πότε ακριβώς θα κατέβαιναν στο νησί. Δεν υπήρχαν βλέπεις τότε τα κινητά που έκαναν τα πράγματα πολύ πιο εύκολα, άμεσα και απλά. Πριν λοιπόν κατέβει στο νησί είχε πάρει τηλέφωνο με την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή την Νεφέλη Ουίλσον-Πετράτου που βαστούσε από πατέρα Αμερικανό και μητέρα Κεφαλονίτισσα. Η τηλεφωνική κλήση συνεχίστηκε για πολύ ώρα στην Αμερική μέχρι που τερματίστηκε από μόνη της. Να είχε γραφεί κάποιο νούμερο λάθος πάνω στην έξαψη ; Ούτε μία απάντηση από κανέναν. Να είχαν μετακομίσει από την Νέα Υόρκη σε άλλη πολιτεία ή σε άλλο σπίτι; Μήπως είχαν αποφασίσει να αλλάξουν και τον θερινό τόπο των διακοπών τους; Δεν είχε ιδέα. Αναπάντητα ερωτήματα που πλανιόντουσαν στη ζέστη της Αθήνας καθώς προχωρούσε με γοργό βηματισμό το καλοκαίρι και που πονούσαν αφάνταστα στην καρδιά.
Ο Νίκος Φοίβος ωστόσο είχε πάρει αμετάκλητα την απόφαση να γνωρίσει από κοντά την μυστηριώδη νήσο, την Κεφαλονιά, με την υπόγεια λίμνη της Μελισσάνης έξω από την πολίχνη της Σάμης, το σπήλαιο Δρογγαράτη στα Χαλιωτάτα, τα άγρια και περήφανα άλογα του Αίνου, τον Καραβόμυλο, την ονομαστή Κουνόπετρα, το Ληξούρι την ιδιαίτερη πατρίδα του Λασκαράτου, το λιμάνι του Πόρου με τις βραχώδεις παραλίες, καθώς και την φημισμένη παραλία στον Μύρτο. Θα εξερευνούσε τον μεγάλο κόλπο στο βάθος του οποίου απλωνόταν νωχελικά το Αργοστόλι. Είχε διαβάσει σχετικά , πως σε αυτόν τον φυσικό κόλπο κρύφτηκε κάποτε ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο όπου οι ανιχνεύσεις ήταν ακόμη δύσκολες, μιας και η τεχνολογία ήταν στα σπάργανα και μάταια ζητούσαν να τον βρουν οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους. Δίπλα λέει από το λιμάνι του Αργοστολιού και πέρα από την γέφυρα, ξεκινούσε η λιμνοθάλασσα του Κουτάβου, ένας καταπληκτικός βιότοπος με πλήθος πτηνών αλλά και χαριτωμένων κατοίκων του μικρού βυθού, όπως καβουριών, χελιών, νεροχελώνων και διαφόρων ψαριών.
Ήταν αρχές του Ιουλίου όταν το βαπόρι της γραμμής θα έφερνε τον Νίκο Φοίβο από την Κυλλήνη στον κόλπο του Αργοστολίου, 4-5 χιλιόμετρα κοντύτερα από όπου ήταν χτισμένη η Αρχαία πόλη Κράνη τους παλιούς καιρούς. Θυμήθηκε τον Θουκυδίδη ο οποίος έγραφε για το νησί αυτό : «Κείται η Κεφαλληνία, κατά Ακαρναίαν και Λευκάδα, Τετράπολις ούσα, Πάλης, Κράνιοι, Σαμαίοι, Προνναίοι». Αφού τακτοποιήθηκε σε ένα ξενοδοχείο που βρίσκεται στο λιμάνι, πέρασε τον καιρό με περιηγήσεις σε όλο το νησί, με θαλάσσια μπάνια αλλά και μην αφήνοντας να χαθεί ευκαιρία δίχως να μάθει αρκετά ωφέλιμα πράγματα για τον μαγευτικό εκείνο τόπο. Έμαθε λοιπόν με λεπτομέρειες ότι η Κεφαλονιά κατά τους Αρχαίους χρόνους και μέχρι την Ρωμαϊκή κατάκτηση ήταν σπουδαία ναυτική δύναμη. ‘Όταν κυριάρχησαν οι Ενετοί, η ακτή του Αργοστολίου ήταν ακόμη έρημη και το λιμάνι ονομαζόταν απλά porto de la Zefalonia, ή porto de l’ arsenal. Το 1560 δεν υπήρχε αποβάθρα και η μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων από το πλοίο στην ακτή, γινόταν πάνω στους ώμους των ντόπιων. Η περιοχή του Κουτάβου αποτελούσε περίφημο όρμο για τον Ισπανικό και Ενετικό στόλο. Τα πλοία της εποχής εκείνης, προτιμούσαν να αράξουν στον Κούταβο παρά στο εξωτερικό λιμάνι επειδή εκεί ένοιωθαν ασφάλεια και δεν κινδύνευαν από θαλασσοταραχές, συγχρόνως δε, τα πληρώματα έβρισκαν και γλυκό νερό από κάποιες πηγές που χύνονταν στην περιοχή.
Ο Νίκος Φοίβος τώρα έβλεπε τη λιμνοθάλασσα του Κουτάβου να είναι ένας υγρότοπος στον μυχό του κόλπου Αργοστολίου που έχει συρρικνωθεί πια σε σύγκριση με το μακρινό παρελθόν. Στους αιώνες που πέρασαν έγιναν πολλές επιχωματώσεις και αποξηραντικά έργα για την αποφυγή του κινδύνου της ελονοσίας. Ο Κούταβος ,καταλαμβάνει πια μόνο μία έκταση 800 περίπου στρεμμάτων και το βάθος του είναι μέχρι 80 εκατοστά. Η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο σημερινό Αργοστόλι το 1791. Ήταν αποκομμένο όμως από την απέναντι μεριά. Οι χωρικοί καθώς κατέβαιναν απ’ τα βουνά ήταν αναγκασμένοι προκειμένου να πάνε στο Αργοστόλι, να κάνουν τον γύρο του Κουτάβου περνώντας από διάφορα μονοπάτια, πράγμα που σήμαινε πάνω από μια ώρα δρόμο ή να περνούν τον Κόλπο με βάρκες—πράγμα όχι τόσο εύκολο ιδιαίτερα τον χειμώνα.
Το 1810 διορίστηκε διοικητής της Κεφαλονιάς ένας Ελβετός που ανήκε στην υπηρεσία του Βρετανικού στρατού, ο Δε Βοσέτ. Η πρώτη φροντίδα του Δε Βοσέτ ήταν η καλύτερη επικοινωνία της πρωτεύουσας με την ύπαιθρο, που θα γινόταν δυνατή με την κατασκευή γέφυρας στον Κούταβο. Οι κάτοικοι του Αργοστολίου θεωρούσαν ευεργεσία που όλο το πλάτος του λιμανιού χώριζε την πόλη τους από τους ορεινούς και πρόθυμους για βιαιοπραγίες χωρικούς. Ο Νίκος Φοίβος έμαθε ότι στο Συμβούλιο που έγινε τότε, πέρασε αρχικά η γνώμη εκείνων που πίστευαν πως κινδύνευε το Αργοστόλι εάν γινόταν περισσότερο προσιτό στους χωρικούς. Λέγεται ότι, τότε ο Δε Βοσέτ έριξε το ξίφος πάνω στο τραπέζι και τους είπε τα εξής αποστομωτικά :
---Ένα καλό ξίφος, διώχνει όλους τους φόβους.
Με αυτόν τον τρόπο πάρθηκε η απόφαση να ενωθεί το Αργοστόλι με την απέναντι περιοχή που ονομάζεται Δράπανο.
Ο Νίκος Φοίβος, βάδισε πάνω στη γέφυρα όπου στη μέση της έχει υψωθεί μια ψηλή πυραμίδα πέτρινη, με χαραγμένη την επιγραφή « ΤΗ ΔΟΞΗ ΤΩΝ ΒΡΕΤΑΝΝΩΝ—ΟΙ ΚΕΦΑΛΛΗΝΕΣ ΕΤΕΙ 1813». Πιο πέρα από την γέφυρα, σκαρφάλωσε σε ένα βράχο, στο πευκόφυτο ύψωμα που βρίσκεται πάνω από το Ορθόδοξο νεκροταφείο, και εκεί είδε μια άλλη πλάκα με επιγραφή τιμητική στον Δε Βοσέτ που έγραφε : «ΚΑΡΟΛΩ , ΦΙΛΙΠΠΩ ΔΕ ΒΟΣΣΕΤ, ΑΡΙΣΤΩ ΗΓΕΜΟΝΙ ΚΑΙ ΚΟΣΜΗΤΟΡΙ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΤΑΥΤΗΣ. Η ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ».
Περπάτησε όλη την περίφημη γέφυρα ΔΕ ΒΟΣΕΤ που ξεκινάει απέναντι από μια εκκλησία που βρίσκεται λίγα μέτρα από τη θάλασσα όπως σχεδόν μπαίνουμε στην πόλη του Αργοστολίου και είναι αφιερωμένη στην Παναγία (Παναγία η Σισσιώτισσα) και που τελειώνει στην απέναντι περιοχή, στο Δράπανο. Για τον Αργοστολιώτη εκτός από πρακτική σημασία σαν οδική αρτηρία, έχει και συμβολική σημασία. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στο τέρμα. Είναι ο δρόμος που ξεκινά από την ζωηρή ζωή της πόλης και καταλήγει στον ήσυχο τόπο του νεκροταφείου του Δράπανου.
Όλα αυτά τα μέρη προτίμησε να τα περπατήσει με τα πόδια του, γυμνός από την μέση και πάνω, απολαμβάνοντας την ασύγκριτη αυτή όμορφη γωνία του Ιονίου Πελάγους, κάτω από έναν καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Φυσικά , έκανε και τον γύρο της λιμνοθάλασσας του Κουτάβου με τα πόδια. Κάποια άλλη φορά, αφού ο καυτερός ήλιος είχε χαμηλώσει κάπως, προτίμησε να τρέξει για να αθληθεί παρέα με ένα αγόρι που γνώρισε εκεί, έξυπνο και γεμάτο όρεξη για αστεία, σαν γνήσιο Κεφαλλονιτάκι. Κατέληξαν σε ένα μικρό νησάκι που προεξείχε στη λιμνοθάλασσα και κάθισαν εκεί στην πυκνή βλάστηση να πάρουν μια ανάσα.
---Μου αρέσουν πολύ οι ευκάλυπτοι και τα πεύκα εδώ γύρω, είπε ο Νίκος Φοίβος.
---Όλη αυτή η περιοχή που βλέπεις, απάντησε ο Μάκης, ήταν έλος που αποξηράνθηκε και έτσι αξιοποιήθηκε ένα μεγάλο μέρος της λιμνοθάλασσας. Μέχρι τότε υποφέραμε από κουνούπια, βατράχια και άλλα ζιζάνια.
---Πότε έγιναν όλα αυτά Μάκη ;
---Το 1911, ο Μαρίνος Κοργιαλένιος στη διαθήκη του άφησε 16.000 λίρες στερλίνες, με το οποίο αυτό ποσό αποξηράνθηκε μεγάλο τμήμα και φυτεύτηκαν τόσα δέντρα, ευκάλυπτοι, λεύκες και πεύκα που τώρα τα βλέπεις πελώρια. Να σου πω και το ποιηματάκι που σκάρωσε ο συμπατριώτης μου Γεώργιος Μολφέτας, θέλοντας να διακηρύξει απευθυνόμενος προς τους βατράχους ότι το τέλος του έλους πλησιάζει χάρη στην γενναιοδωρία του Κοργιαλένιου.
---Είμαι περίεργος να το ακούσω.
---Άκου το λοιπόν :
«Τελειώσανε τα ψέματα. Ελπίδα δεν είν’ άλλη,
Ο Χάρος ολουνώνε θα σας κόψει το κεφάλι.
Κανένανε το δρέπανο του Χάρου δεν θ’ αφήκει,
έτσι η μοίρα το΄ γραφε μέσα στη διαθήκη.»
Με την απαγγελία του Μάκη, σκάσανε και οι δύο στα γέλια, Αφού σοβαρεύτηκαν, σκέφτηκαν πόσο μεγάλος ευεργέτης του νησιού του στάθηκε ο Μαρίνος Κοργιαλένιος αφού με δικό του ποσό που άφησε με τη διαθήκη του, ιδρύθηκε και η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Αργοστολίου η οποία προς τιμή του ονομάστηκε «Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη».
Κάποια βραδιά φάγανε σε μία ταβέρνα με το όνομα «Παλιά Πλάκα». Οι περισσότερες φωνές που ακούγονταν τριγύρω τους ήταν Άγγλων, Ιταλών και Γερμανών γιατί το καλοκαίρι το νησί κατακλύζεται από τους ξένους. Εκεί, στους τοίχους της ταβέρνας ήταν κρεμασμένοι ωραιότατοι πίνακες που έδειχναν κεντρικούς δρόμους αλλά και γειτονιές του Αργοστολιού πριν τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953. Πλακόστρωτα, ανθισμένες γειτονιές, παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
Μια άλλη μέρα, ο Νίκος Φοίβος πήγε στο Φανάρι που έχει τοποθετηθεί στην αρχή του κόλπου του Αργοστολιού για να οδηγεί τα καράβια στα σκοτάδια και ατένισε απέναντι από το ανοιχτό πέλαγο το Ληξούρι. Πέρασε με ένα μικρό βαπόρι , τον «Άγιο Γεράσιμο» στο Ληξούρι του Αντρέα Λασκαράτου, ατενίζοντας το πέλαγος και τον κάμπο της Παλικής. Πήγε ακόμη στο όμορφο χωριό και λιμάνι του Πόρου όπου έκανε πυκνά δρομολόγια προς Κυλλήνη το όμορφο βαπόρι «Δήλος», επισκέφτηκε και το λιμάνι της Σάμης και κατέβηκε τα υγρά σκαλιά προς τα παγωμένα νερά της υπόγειας λίμνης της Μελισσάνης. Έκανε βαρκάδα στα καταπαγωμένα—αν και Ιούλιος—βαθυγάλαζα νερά, προχωρώντας ανάμεσα σε κοφτερά βράχια μέσα στη γη, βλέποντας να εξαφανίζεται από το κεφάλι του το κομμάτι του Ουρανού και να μένουν για λίγο στο απόλυτο σκοτάδι, καθώς η βάρκα περνούσε μία στενωπό.
Δεν γινόταν να μην περάσει από το Μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου που ήλθε να ασκητέψει στα Ομαλά, και να μην επισκεφτεί την σπηλιά του βαθιά στη γη, και να μην ασπαστεί το ευωδιάζον και ανίκητο από τον θάνατο σώμα του, στην πολυτελή ασημένια λάρνακα. Τέλος, με παρέα εκδρομέων, σκαρφάλωσε και στο περήφανο βουνό του Αίνου και στάθηκε πολύ τυχερός που θαύμασε και φωτογράφισε τα λιγοστά, εναπομείναντα, αγέρωχα άγρια άλογα του Αίνου. Σαν πλησίαζε πια ο καιρός να φύγει, πήγε στην μαγευτική Άσσο, κολύμπησε στο βαθύ και κυματώδες Μύρτο, και επισκέφτηκε το βορειότερο τμήμα του νησιού, το γραφικό και τουριστικό ψαροχώρι του Φισκάρδου. Το Φισκάρδο είχε πάρει το όνομά του από τον πρίγκηπα Γυισκάρδο που είχε πεθάνει κάποτε εκεί, ενώ το χωριό το είχε επισκεφτεί τον 19Ο αιώνα και ο περίφημος Λόρδος Βύρων. Θαύμασε άλλη μία φορά το ατελείωτο πέλαγο και τον φόντο της Λευκάδας και της Ιθάκης των επόμενων δηλαδή διαμαντόπετρων του Ιονίου που φαίνονταν στο βάθος.
---Τις τελευταίες μέρες στο νησί, τις αφιέρωσε στο Αργοστόλι. Η κεντρική πλατεία είχε τόσο κόσμο ώστε δεν έπεφτε βελόνα. Από παντού ακούγονταν μουσικές και τραγούδια. Από το «Captain’s Table» ακούγονταν οι κανταδόροι αλλά και από άλλα καταστήματα ολόγυρα καθώς έσμιγαν παρέες με κιθάρες για τραγούδι. Πιο πέρα απλωνόταν η έντονη μουσική των νυχτερινών club και bar με πρωταγωνιστή τον «Φοίνικα», τον «Μύθο» , το «Woody», τον «Κούκο» και άλλα πολλά μαγαζιά. Έψαχνε με τα μάτια του αγωνιωδώς μέσα στον πυκνό κόσμο, μα δεν βρήκε το πρόσωπο που αναζητούσε. Ήταν σίγουρος όμως παρά την πρόσκαιρη μελαγχολία του , ότι κάπου στο σύντομο μέλλον, οι δρόμοι τους θα διασταυρώνονταν και αυτή την φορά θα ήταν για πάντα….
Comments