Δεν φοβάται πια να περπατάει στα δρομάκια των αναμνήσεων.
Όποτε το κύμα τού νου τις ξεβράζει, στέκει, παρατηρεί και αδιαμαρτύρητα επιτρέπει να τον κατακλύσουν.
Εκείνες αοίδιμες, καταφέρνουν να τρυπώσουν στα έγκατα της σκέψης του.
Παλιότερα τις θεωρούσε νύμφες τού κακού που θέλησαν να ξεμυτίσουν από τα σπήλαιά τους,
τάχα για να του πάρουν τη μιλιά
και δηλητήριο τής νοσταλγίας να ποτίσουν
κάθε ζωντανό του κύτταρο.
Δεν τις φοβάται πλέον τις μνήμες.
Φίλιωσε με δαύτες εδώ και καιρό.
Δεν έχουν εξουσία απάνω του.
Τις μέρεψε, όπως μερεύουν ένα άγριο θεριό με περισσή υπομονή.
Τον βρήκαν κάποιοι ένα βράδυ στο λιμάνι,
στα σκαλιά καθισμένο, εκείνα που στη θάλασσα κατεβάζουν,
στη θάλασσα την ταυτισμένη με τη μοίρα του
μα τόσο μακριά απ' τους ενάλιους δαίμονές του.
Είχε ρουφήξει ως το μεδούλι τη ζωή.
Κάτω από το αχνό φως των λυχνοστατών,
στα χέρια τής γοργόνας του ταξίδευε,
με δυο μάτια που είχαν κλείσει για πάντα μέσα τους φθινοπωρινές βροχές.
Σκιά θαμπή στην άκρη, στο λιμάνι
τον κλείνει μέσα σε μια φωτεινή αγκαλιά,
κάτω απ' το βλέμμα της ημίθεο τον κάνει.
Πανέμορφο Στέλλα μου σου εύχομαι πάντα εμπνεύσεις ψυχής να ταξιδεύουν την δική μας!