Δεν έχω δουλειά και δεν ξέρω πια τι είμαι.
Θυμάμαι τι ήμουν: κάποιος που ήταν χρήσιμος, ένας με μια κάποια σημασία.
Αυτός που μπορούσε να πάρει ένα ακόμη παντελόνι, επειδή απλώς του άρεσε το σχέδιο κι ας είχε άλλα δέκα.
Αυτός που συγκέντρωνε ακέραια την προσοχή, όταν εξηγούσε γιατί εκείνο εκεί το χρώμα ήταν το κατάλληλο για τους τοίχους στο σπίτι του άγνωστου πελάτη.
Άρπαζα μ' αξιοσημείωτη άνεση την προσοχή.
Ένας μικρός χαρισματικός δάσκαλος για τρία πολύτιμα λεπτά.
Τα μάζευα με καμάρι και μια παρήγορη καταπόνηση και τα έκανα χρόνο για την ταβέρνα με την οικογένεια κάποιες Κυριακές.
Τότε είχα.
Τότε ήμουν.
Τις προάλλες, ο γιος μου μού είπε ότι χρειάζεται πενήντα ευρώ. Προκαταβολή για την πενταήμερη.
"Δεν έχουμε ", του είπα. "Δε γίνεται να πας". Με κοίταξε εμβρόντητος κι ύστερα ξέσπασε:
"Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά δε γίνεται να μην πάω.
Όλοι θα πάνε.
Κι εσύ πήγες.
Πώς μου στερείς κάτι που εσύ δε στερήθηκες;
Δε με νοιάζει τι θα κάνεις.
Εσύ είσαι ο πατέρας.
Εσύ έχεις χρέος απέναντί μου".
Βρόντηξε την πόρτα το κωλόπαιδο και βγήκε, πριν προλάβω να του απαντήσω. Να τον βάλω στη θέση του.
Βγήκα κι εγώ.
Λίγο πιο κάτω είναι μια καφετέρια. Μαζευόμαστε δυο-τρεις φίλοι πού και πού.
"Τι κάνεις ;"
"Καλά, μωρέ. Τα ίδια."
"Η δικιά μου τα ' παιξε τελείως.
Δεν την παλεύω με τη γκρίνια της."
"Είδες μια κωλάρα που πέρασε; "
"Να μαζευτούμε την Τετάρτη να δούμε το ματς".
Ήθελα να τους μιλήσω για το παιδί και την πενταήμερη, για το ταμείο ανεργίας που θα μου το κόψουν σε δυο μήνες, για τη γυναίκα μου που δε θέλω πια να την πηδάω κι ακόμη κι αν ήθελα μπορεί και να μην μπορούσα.
Ήθελα να πω ότι φοβάμαι κι ότι είμαι απελπισμένος, αλλά κι αυτοί , όπως κι εγώ , τρομάζουν με τον φόβο τους και μασουλούν αθόρυβα, μοναχικά τη θλίψη τους.
Να μου είχαν μάθει τουλάχιστον να κλαίω!
Να είμαι άνθρωπος, ένα ορφανό επινοητικό λυκόπουλο που κλαίει πού και πού για την ορφάνια που διάλεξε , πριν μ' εκπαιδεύσουν να είμαι άντρας, ένα καβούκι σκληρό κι εύθραυστο κι από μέσα να μου γελά ειρωνικά η άβυσσος.
Kommentare