top of page

ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΙΧΩΣ ΟΝΟΜΑ

Γυναίκα δίχως όνομα


Τη βρήκα να κάθεται στη στάση της πλατείας.

Εγώ στα 15, κι αυτή, σε ηλικία που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα μάνα μου ή και μεγαλύτερη.


Κάθισα δίπλα της και τα ρουθούνια μου γέμισαν αμέσως μυρωδιά νυχτολούλουδου και φθηνής κολόνιας, ανακατεμένη με ποτό και ιδρώτα.

Γυναίκα που φαίνεται πως κουβαλάει πάνω της χρόνια νύχτας, με αόρατα δακτυλικά αποτυπώματα κι ουλές, βρώμικες γλώσσες και σπέρμα φθηνό.


Μου πρόσφερε αμίλητη ένα τσιγάρο.


<<Ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν καπνίζω>>, είπα ευγενικά και κοίταξα το αναμενόμενο της τσιγάρο που κρεμόταν απ' την άκρη των κόκκινων χειλιών της, σα μικρή καμινάδα σε σκεπή.

Πρόσεξα και τα υγρά της μάτια. Δύο γκρι σύννεφα που μάζευαν βροχή.

Το κραυγαλέο πέτσινο ντύσιμο, με τη μίνι φούστα, το διχτυωτό καλσόν και τις γόβες στιλέτο.


<<Περιμένετε ώρα το λεωφορείο;>> ρώτησα κάπως αμήχανα.


<<Χρόνια ολόκληρα παιδί μου!>> είπε κι ένας αναστεναγμός βγήκε απ' τα βάθη της ψυχής της, μαζί με μπόλικο καπνό που θόλωνε, σα φίλτρο, τις ρυτίδες του σπασμένου της προσώπου.

Πρέπει να ήταν όμορφη στα νιάτα της, σκέφτηκα κι έστρεψα το βλέμμα μου στον άδειο δρόμο, σιωπηλός.


Κι η σιωπή έσπασε ξαφνικά απ' τα λόγια της, με μια τρέμαμενη και σχεδόν κοπιαστική φωνή.


<<Χρόνια ολόκληρα προσπαθώ να μπω σ' αυτό το λεωφορείο, μα οι μνήμες ξυπνούν.

Ήμουν σχεδόν στην ηλικία σου όταν το πρωτοπήρα.

Το είχα σκάσει από το σπίτι, μην αντέχοντας άλλο το ξύλο του πατριού μου. Δεν άντεχα την αδυναμία της μάνας μου να μας απαλλάξει απ' αυτόν.

Μα περισσότερο δεν άντεχα το ότι τον αγαπούσε περισσότερο από εμένα.

Δε βαριέσαι.

Σε αυτό το λεωφορείο αντάμωσα τον έρωτα, μέχρι που μέσα σ' ένα χρόνο τον έχασα σε τροχαίο.

Κι έτσι, γνώρισα έναν άλλον έρωτα. Τον πληρωμένο.

Βλέπεις, δίχως τίποτα, τι άλλο να έκανα στα 14 μου;

Εκ τότε, πολλές οι πικρές και τα βάσανα.

Σιχαμάρα, εκμετάλλευση, καυγάδες, ξύλο, αρρώστιες κι άγιος ο θεός.

Κι ύστερα, ναρκωτικά, ποτό και τσιγάρο.

Για να μη θυμάμαι, για να μην πονώ και να αντέχω, τη μοναξιά και την αηδία στο βλέμμα των ανθρώπων.

Χρόνια ολόκληρα προσπαθώ να μπω σ' αυτό το λεωφορείο, μπας κι αισθανθώ ξανά πως είναι να αξίζεις. Μια αγκαλιά κι ένα χάδι.

Ένα ζεστό χαμόγελο, χωρίς περιφρόνηση και...>> και η μπόρα της ξέσπασε, κόβοντας την εξομολόγηση στη μέση.

Τα δάκρυα έγιναν καταρράχτες στις άκρες των ματιών της και το μόνο που έκανα ήταν να την αγκαλιάσω ενστικτωδώς.


Κι έτσι η μπόρα έγινε βροχή.

Και η βροχή ψιλόβροχο.

Κι όταν τα μάτια στέρεψαν, ένα <<Ευχαριστώ>>, ακούστηκε γεμάτο ανακούφιση.

Σηκώθηκε και στάθηκε στην άκρη του πεζοδρομίου, χωρίς να πει κουβέντα, μέχρι που φάνηκε το λεωφορείο.

Την είδα έκπληκτος να τείνει το χέρι, να το σταματά, να ανοίγουν οι πόρτες και να μπαίνει.

<<Πώς σας λένε;>> φώναξα, λες και αυτό είχε καμία σημασία.

<<Γυναίκα!>> είπε χαμογελώντας και χάθηκε μέσα στη νύχτα, στου 8 τη γραμμή.


Ιωάννα Σταθοπούλου

Συγγραφέας

Εκδόσεις Κούρος

Comments


bottom of page