"Γονιός δεν γεννιέσαι γίνεσαι"
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ
- Jun 14
- 6 min read

«Έχω κουραστεί να εξηγώ παιδί μου συνεχώς τα απανωτά ερωτήματά σου!»
«Μαμά δεν είναι απανωτά, αναπάντητα είναι!
Σου ‘χω ζητήσει να μάθω δεκάδες φορές πως γεννήθηκα, που γεννήθηκα, γιατί είμαστε μόνο οι δυο μας και γιατί είμαι γεμάτη απορίες!
Γιατί εγώ δεν έχω πατέρα, βρε μαμά;
Γιατί όλοι στο σχολείο με φωνάζουν "μπάσταρδη";
Όλοι οι συμμαθητές μου έχουν οικογένεια, εγώ ούτε αδέλφια δεν έχω!»
Η πόρτα βρόντηξε για μια ακόμη φορά.
Η Μαρίνα δεν έκανε την κίνηση να τρέξει πίσω από τη μικρή, μάταιο θα ήταν.
Ποτέ δεν θα καταλάβαινε γιατί η ζωή της ήταν ένα καθημερινό μαρτύριο.
Κλείδωσε την πόρτα του δωματίου της και ξετρύπωσε το μικρό κλειδωμένο κασελάκι από το βάθος της ντουλάπας.
Το κλειδί πάντοτε φυλαγμένο στον κόρφο της, σ’ ένα λεπτό αλυσιδάκι με το σταυρό της για προστασία, μη χαθεί ο πολύτιμος θησαυρός της.
Άρωμα ξεχύθηκε απ’ τα ποτισμένα και κιτρινισμένα σαν παλιοφυλλάδες από τον καιρό, λεκιασμένα γράμματα.
Άρχισε να διαβάζει θλιμμένη.
"Αγάπη μου,
Δεν σε ξεχνώ ποτέ.
Η ζωή εδώ είναι δύσκολη.
Ο πόλεμος δεν τελειώνει κι ο εχθρός καθημερινά πλησιάζει στα δικά μας μέρη και κινδυνεύει η ζωή μας.
Δεν ξέρω πότε θα σου ξαναγράψω, μα να θυμάσαι πως όσο ζω θ’ αναπνέω μόνο για σένα.
Η καρδιά μου γίνεται κάθε μέρα και πιο πέτρινη μπροστά στη δυστυχία που συναντώ, αλλά όταν κάθομαι στα γρήγορα και σου γράφω, η ψυχή μου επανέρχεται. Θυμάσαι την αγάπη μας;
Τον έρωτά μας;
Σαν το κύμα από τη θάλασσα με συνεπήρε στο δικό σου ρυθμό...
Δεν θα αργήσω να γυρίσω λατρεμένη μου.
Λένε ότι σύντομα ο εχθρός θα μας πιάσει και θα μας αφανίσει, αλλά εγώ είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα λήξει αυτή η τρέλα.
Οι Ιταλοί είναι φίλοι μας, δεν θέλουν να μάχονται εναντίον μας, ούτε εμείς εναντίον αυτών.
Έχουν περάσει έξι μήνες.
Μαρίνα μου, νισάφι πια, δεν θα του περάσει του Μουσολίνι, αγάπη μου.
Να το θυμάσαι ,
σε φιλώ αγαπημένο μου γιασεμί, είσαι στη σκέψη μου."
Τα δάκρυα της Μαρίνας πότισαν το χαρτί.
Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι μετά το ιστορικό "ΟΧΙ" του Μεταξά στον Ιταλό και δύο μήνες μετά τη λήξη του πολέμου, θα ήταν και το τελευταίο γράμμα που είχε λάβει από τον άντρα της.
Ο Αριστείδης εξαφανίστηκε σαν ν’ άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
Για τον Στρατό επίσημα ήταν αγνοούμενος.
Δεν έμαθε ποτέ ότι η άτυχη Μαρίνα, δύο μήνες μετά, θα έφερνε στον κόσμο την μονάκριβη τους.
Η Πρεσβεία δεν μπόρεσε να κάνει το παραμικρό.
Τα ίχνη του Αριστείδη ήταν ανύπαρκτα.
Αναγκάστηκε να γεννήσει μόνη, στο σπίτι, με τη μαία της γειτονιάς, μέσα στο καυτό από τη ζέστη δωμάτιο και με τον τσίγκο να ζεματάει από τη θέρμη του ήλιου. Η μονάκριβη της ήρθε στον κόσμο στις 28 Ιουνίου του 1941.
Τ’ όνομά της "Αριστέα" απ’ το όνομα του πατέρα της.
Ο αγώνας της Μαρίνας όλα αυτά τα χρόνια ήταν χωρίς προηγούμενο.
Η καθημερινότητα της ένα μαρτύριο, μα το χαμόγελό της στη μικρή Αριστέα δεν έλειπε ποτέ.
Η μοδιστρική ήταν αυτή που τις κράτησε ζωντανές και ζεστές στα δύσκολα χρόνια που η χώρα συνεχώς ήταν απειλούμενη πολιτικά.
Μέρα με τη μέρα, η Μαρίνα γινόταν πιο δυνατή και πιο γνωστή στις κύριες των πλουσίων σπιτιών με κόπο και ιδρώτα.
Το μαγαζάκι της, Δαμάρεως και Λευκίππου γωνία, την έκανε να μπορεί να προσφέρει τα πάντα στην κόρη της, ώστε να μην της λείψει τίποτα, εκτός από πατέρα…τον πατέρα της.
Μεγαλείο ψυχής καθημερινά, να είναι μάνα και πατέρας μαζί.
Μα τη δική της ψυχή δεν την κέρδισε κανένας.
Δεν την κράτησε κάποιος αγκαλιά. Δεν αφέθηκε στις ορμές της ηλικίας της.
Μια γυναίκα, ούτε τριάντα ετών, ήταν μόνη από επιλογή.
Μόνη με την πίστη της.
Τι να εξηγήσει στην κόρη της;
Τι να της έλεγε, πως πριν μερικές μέρες ήρθε γράμμα από τον Ερυθρό Σταυρό που την ενημέρωναν για την αλήθεια;
"Ο πατέρας σου χάθηκε στον πόλεμο.
Έψαξαν όμως και τον βρήκαν, έχει ξαναφτιάξει τη ζωή του.
Έχει άλλη οικογένεια, δύο μικρά παιδιά, παντρεμένος στο Μπρίντεζι της Ιταλίας, με την κόρη του αξιωματικού της μονάδας. Τραυματισμένος, μα μια χαρά έδωσε τον έρωτά του στη νοσοκόμα, στις σκηνές του πολέμου.
Όχι παιδί μου, καλύτερα να μισείς εμένα, παρά αυτόν.
Δεν θα σου πω μισή λέξη".
Τα χρόνια περνούσαν και η Αριστέα στο γυμνάσιο πια.
Σαν σίφουνας μπήκε στο σπίτι, ενοχλημένη από κάτι.
«Ο καθηγητής των αρχαίων είναι σπαστικός˙ με βασανίζει κάθε μέρα στον πίνακα με τις ώρες! "Παρακαλώ, το κείμενο με τη μετάφραση ‘’Ἀθηναῖοι, ὡς καὶ οἱ ἑτέρας πόλεις κατοικοῦντες!’’. Μαμά στο λέω, αύριο σχολείο δεν πρόκειται να πάω!»
Η Μαρίνα τραβούσε τα πάνδεινα από την έφηβη κόρη της.
Ένιωθε ενοχές χωρίς να φταίει απόλυτα η ίδια.
«Αύριο θα πάω στον καθηγητή…».
"Θα του μιλήσω, θα του εξηγήσω ότι αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στην ψυχολογία της και η έλλειψη γονέα της κοστίζει", σκέφτηκε.
Έτσι και έκανε. Ντυμένη κομψά με το αξιοπρεπές μπεζ ταγιέρ της, το όμορφο κομψό καπέλο της και την ασορτί τσάντα της, ελάχιστο μόνο κραγιόν και λίγο ρουζ, μια σταγόνα σανταλόξυλο στο λαιμό, μπήκε στο παλιό γυμνάσιο θηλέων, του Παγκρατίου.
«Παρακαλώ τον κύριο Βασίλειο Κοπέρνικο. Είμαι η κυρία Πετρίδου, μητέρα της Αριστέας». Ο κυρ-Δημήτρης, ο επιστάτης, έτρεξε να φωνάξει τον διευθυντή, να γνωρίσει τη φημισμένη μοδίστρα της Αθήνας και μητέρα της ζωηρής Αριστέας.
Η Μαρίνα ένιωσε ότι έχασε το φως της, τα πόδια της με το ζόρι την βαστούσαν.
Ο ψηλός μελαχρινός άντρας γύρω στα σαράντα την κοιτούσε το ίδιο έντονα, το ίδιο έκθαμβος και απορημένος. Έχασε τα λόγια του, για πρώτη φορά στη ζωή του μετά τον θάνατο της Αλίκης, της γυναίκας του απο την επάρατη νόσο. Δεν είχε κοιτάξει ούτε γι’ αστείο άλλη γυναίκα.
Έχοντας στιγμές αμηχανίας, η Μαρίνα του εξήγησε όλη την ιστορία.
Κομπιάζοντας, του εξιστόρησε τα πάντα για το παρελθόν της μικρής και τα ανήσυχα χρόνια της.
Ο Βασίλης δεν άντεξε ν’ ακούσει μέχρι το τέλος. Σηκώθηκε όρθιος και έδωσε το χέρι του στη Μαρίνα.
«Σας υπόσχομαι να της φερθώ σαν κόρη μου», είπε με κόμπο στον λαιμό.
Η Μαρίνα κοίταξε τη βέρα στο χέρι του, μην ξέροντας την αλήθεια για τη ζωή του. Βαθιά μέσα της ένιωσε μία απογοήτευση, μία αμυχή ζήλειας. "Πόσο τυχερή η σύζυγός του", σκέφτηκε. Έφυγε ανακουφισμένη από τη συζήτηση όμως.
Πέρασαν οι μέρες, με την Αριστέα να επιστρέφει πια πιο ήρεμη και πιο χαρούμενη από το γυμνάσιο. Ως δια μαγείας, έπαψε να συζητά για τον ανόητο καθηγητή των αρχαίων, αντίθετα έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα.
Εκείνο το Σάββατο το κουδούνι χτύπησε, με τον Βασίλη να στέκεται όρθιος στην πόρτα και το λαμπερό χαμόγελο του να κατακλύζει όλο τον χώρο.
«Κύριε καθηγητά, έγινε κάτι;
Δεν σας περίμενα!»
Το βλέμμα της γυναίκας έπεσε πάνω στο δάχτυλό του.
Η βέρα έλειπε από κει..."Μα τι να συνέβη; " αναρωτήθηκε η Μαρίνα.
«Ήρθα να σας πω τα νέα της κόρης σας, μην ανησυχείτε...
Εσείς πείτε μου αν τη βλέπετε πιο καλά, αν έχετε κάποιο παράπονο, ή αν έχει κάποιο παράπονο από μένα».
«Εγώ..., δηλαδή…, τι να σας πω, κύριε Βασίλη;
Είναι αλλαγμένη προς το καλύτερο».
Η Αριστέα ξετρύπωσε από το δωμάτιο της. «Κύριε Βασίλη ήρθατε, είχα μία αγωνία!
Ουφ, ελάτε καθίστε.
Η μαμά θα φτιάξει υπέροχα ντολμαδάκια κι εμείς θα κάνουμε την επανάληψη που είπαμε».
Η Μαρίνα άναυδη κοιτούσε και τους δύο. Η κόρη της γελούσε πρώτη φορά έτσι στα δεκατρία της.
«Μπορώ να μείνω», ήχησε η φωνή του Βασίλη στα αυτιά της.
«Δεν θα έχει πρόβλημα η γυναίκα σας;» ρώτησε διστακτικά η Μαρίνα.
«Μαμά, η γυναίκα του κυρίου Βασίλη είναι εκεί», πετάχτηκε η Αριστέα, δείχνοντας τον ουρανό και συνέχισε: «Σίγουρα δεν έχει κανένα θέμα, εσύ έχεις;»
Η Μαρίνα άναυδη, δεν μπορούσε να πιστέψει τις στιγμές που ζούσε, ούτε και την χαρούμενη αυθάδεια της κόρης της. Στο τραπέζι η Αριστέα μιλούσε με τον Βασίλη, σαν να είχε γεννηθεί για να ‘ναι η κόρη του. Γελούσαν, μα η ίδια ένιωθε πότε πίκρα, ποτέ χαρά για το παιδί της.
Οκτώ μήνες μετά...
Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ο γάμος του Βασίλη και της Μαρίνας έγινε στην γενέτειρά του, την Κέρκυρα, στον ναό του Άγιου Σπυρίδωνα.
Η Αριστέα ντυμένη με το ροζ σατέν φόρεμά της, σαν ορτανσία, ραμμένο από τη μητέρα της, ο Βασίλης να πλέει σε πελάγη ευτυχίας μέσα στο μπλε κοστούμι του και η Μαρίνα λαμπερή, απαστράπτουσα στο εκρού νυφικό της, σε στενή γραμμή, τονίζοντας τις υπέροχες καμπύλες της.
Δεν θύμιζε σε τίποτα τη γυναίκα εκείνη απ’ το παρελθόν. Τη θέση στις ρυτίδες, είχαν δώσει τα υγιή ροζ μάγουλα… ευτυχίας.
Ο παπά Φανούρης ρώτησε:
«Ο κουμπάρος;»
«Η κουμπάρα είμαι εγώ πάτερ Φανούριε... δεν σας κάνω;
Η κόρη τους είμαι!», απάντησε σοβαρή η Αριστέα.
Ο Βασίλης την έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Είσαι η κόρη της ψυχής μου.
Θα είσαι μέχρι να πεθάνω.
Θα σε προστατεύω μέχρι τα βαθιά γεράματα, εσένα και τη μητέρα σου», ψέλλισε με σπασμένη, βραχνή φωνή.
Η Αριστέα τον κοιτούσε με αγωνία και αγάπη, με έντονα συναισθήματα.
«Πατέρα, είμαι η κόρη σου αλλά και η κουμπάρα σου!
Πάμε λοιπόν, η νύφη είναι χρόνια εκεί και σε περιμένει!», του αποκρίθηκε σοβαρή.
Τα χειροκροτήματα δεν σταματούσαν, ενώ τα πυροτεχνήματα ολοκλήρωσαν το κυριακάτικο πρωινό, με τη Μαρίνα να στοιβάζει για πάντα το κασελάκι στη σοφίτα.
«Ασ’ το μαμά, μην κρύβεσαι˙ το έχω διαβάσει.
Το κλειδάκι έχεις να το φορέσεις απ’ όταν γνώρισες τον πατέρα μου, τον Βασίλη».
Η Μαρίνα έκλαιγε με αναφιλητά.
«Συγνώμη κόρη μου…».
«Γιατί κλαις καλέ μαμά; Η ζωή έχει δεύτερες ευκαιρίες, αρκεί ν’ αφήσεις τις πρώτες εκεί που πρέπει, στη θέση τους, στο παρελθόν».
***
«Ορκίζομαι στο θεό Απόλλωνα τον ιατρό και στο θεό Ασκληπιό και στην Υγεία και στην Πανάκεια και επικαλούμενος τη μαρτυρία όλων των θεών ότι θα εκτελέσω κατά τη δύναμη και την κρίση μου τον όρκο αυτόν και τη συμφωνία αυτή. Να θεωρώ τον διδάσκαλό μου της ιατρικής τέχνης ίσο με τους γονείς μου και την κοινωνό του βίου μου».
Η Αριστέα πτυχιούχος ιατρικής πλέον. Ο Βασίλης, με μια ανθοδέσμη στα χέρια, την σήκωσε στην αγκαλιά του σαν μωρό.
«Σε ευχαριστώ κόρη μου».
«Αμάν βρε μπαμπά, κατέβασε με, γίναμε ρεζίλι!»
Γέλια, ευτυχία! Γονιός δε γεννιέσαι, γίνεσαι.
Ευαγγελία Αλιβιζάτου 🌹
Comments