Μουντός και γκρίζος ο σημερινός ουρανός.
Μια μαυρίλα περίεργη που περιμένει βροχή αλλά δεν έρχεται.
Μια ψύχρα και στην δική μας καρδιά.
Αρνείται να φανεί ο ήλιος, στεναχώρια τον βάρεσε και αυτόν, έμεινε κρυμμένος πίσω από την γκρίζα σκιά της συννεφιάς.
Κάποιες αχνές αχτίδες του προσπαθούν να βγουν μέσα από τα γκρίζα σύννεφα, να φέξουν φωτεινές, να με κάνουν να ξεχάσω κάποια πεθαμένα χθες και να ελπίζω σε κάποια όμορφα αύριο κι’ ας μην έχουν έρθει ακόμη!
Η θάλασσα βρυχάται, τα κύματα της πάλλονται και ανεμίζουν το ένα πάνω στο άλλο, βγάζουν αλμύρα αποχαιρετισμού.
Δεν έχει βότσαλα μήτε αστερίες.
Η παγερή παραλία τα κράτησε κρυμμένα σε κάποιες αιχμηρές αμυχές των βράχων.
Οι πατημασιές μου στην άμμο, χάνονται κάτω από κάποιους νερόλακκους που δημιουργούν καθρέφτες του ουρανού.
Τα μαλλιά μου τα παίρνει ο αέρας, την ψυχή μου κανένας, δοσμένη έμεινε σε σένα.
Φεύγω από την νεκρή παραλία, η βροντερή φωνή της θάλασσας με φοβίζει, έτσι καθώς με γαληνεύει ξαφνικά μου φέρνει ένα φόβο παγερό, μου σπαράζει το είναι μου.
Ποιος μπορεί να με δει που είναι τόσο μικρός ο κόσμος γύρω μου;
Comentários