top of page

Γελιέσαι


Στο τραπέζι το πρωτόκολλο ανοιγμένο

μου θυμίζει κάποιο βράδυ περασμένο,

που βρισκόμαστε μαζί κι οι δύο

καθισμένοι στου χωριού μου το σχολείο.

 

Με το τζάκι αναμμένο στη γωνία,

Μου μιλούσες για του έρωτά μας τη φωτιά,

που αλλοίμονο σε λίγο δεν θα ζούσε

και θ’ απόμενε η στάχτη στην καρδιά.

 

Τις σελίδες του με πόνο τις γυρίζω,

κι εκεί μέσα τη μορφή σου αναπολώ

Στα χαμένα μας τα βράδια τριγυρίζω,

και τις όμορφές μας μέρες ξαναζώ.

 

Τώρα πια, ο δυνατός αέρας διαρκώς σε τρέχει,

πουθενά δεν σε αφήνει να σταθείς.

Μες στη ψυχή σου κάθε μέρα βρέχει,

μια ανατριχίλα το κορμί σου το κατέχει.

 

Μες στη φουρτούνα της ζωής πάντα κυλιέσαι,

το λυσσασμένο κύμα, μ’ απονιά χτυπά.

Κι ενώ τα βλέπεις όλα ρόδινα, γελιέσαι…

Κάποιο μαχαίρι την καρδιά σου την τρυπά.

Comments


bottom of page