top of page

ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΕΡΡΊΚΟΥ ΙΨΕΝ


Μας πληροφορεί ο πρώτος σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου, Φώτος Πολίτης για τους Βρυκόλακες του Ερρίκου Ίψεν, που γράφτηκε το 1881, ότι επρόκειτο για ένα έργο που είχε σοκάρει την τότε κοινή γνώμη.

Επίσης ότι κάποιοι από τους 'συντηρητικούς' θεατές της εποχής εκείνης το θεωρούσαν ξεπερασμένο- όπως και τον ίδιο τον δημιουργό του.

Η απάντηση για την διαχρονικότητα του έργου, βρίσκεται στα πάρα πολλά ανεβάσματα του και στην μεγάλη απήχηση που εξακολουθεί να έχει στους αναρίθμητους θεατές του.


Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ζεύγους Μινωτή- Παξινού, αφού από την δεκαετία του 1930 μέχρι του 1970 το ανέβαζαν σε συχνές περιόδους και στο Εθνικό Θέατρο μα και στο ελεύθερο, με αλλαγές στην υπόλοιπη διανομή.


Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:

Η κυρία Άλβικ, είναι χαρούμενη με την επιστροφή του γιου της Όσβαλντ.

Είχε φύγει από το σπίτι του όταν ήταν ακόμα μικρός.

Τώρα έγινε πλέον ένας ζωγράφος που σημείωνε ανοδική πορεία.

Ο ερχομός του συμπίπτει με τα εγκαίνια του ασύλου που ιδρύεται με σκοπό να τιμήσει την μνήμη του πατέρα του.

Ο πατέρας του ήταν ο άνθρωπος που ο Οσβαλβτ έζησε για λίγο μα που θαύμασε όσο τίποτα άλλο. Δυστυχώς όμως, αγνοεί την αλήθεια.

Ο πατέρας του ήταν άρρωστος, όπως και αυτό.

Η κληρονομικότητα συνεχίζεται με μία μοίρα που μοιάζει αναπόφευκτη.

Μόνη λύση μοιάζει ο θάνατος.

Ποιος μπορεί να λυτρώσει τον Όσβαλβτ από το μαρτύριο της ζωής και των Βρυκολάκων; Μόνο η μάνα του...



Οι χαρακτήρες του έργου ολότελα ολοκληρωμένοι στην σύνθεση και την εξέλιξη τους, οι διάλογοι απόλυτα θεατρικοί και η ειρωνία του Ίψεν στην κορυφή της δραματουργίας του.


Η κυρία Άλβιγκ:

Η μάνα που έκανε τα πάντα για το παιδί της και που φρόντισε για την απόσταση από τον πατέρα του. Εντούτοις του εμφύσησε και του καλλιέργησε τα καλύτερα συναισθήματα για τον πατέρα του.


Ο Οσβάλβτ: Ο γιος που έφυγε μικρός από το σπίτι του και πάντα είχε την εσφαλμένη εντύπωση για τον πατέρα του.

Θαύμαζε αυτόν που η μάνα του 'μισούσε'.

Είναι και ο ίδιος, όπως και ο πατέρας του άρρωστος μα με μία υποψία και όχι βεβαιότητα.

Ο λόγος είναι για να πάρει την θεατρική μορφή που του ταιριάζει.


Ο Πάστωρ Μάντερς:Ο άνθρωπος που έμαθε να βγάζει συμπεράσματα από την εικόνα των πραγμάτων και που το μάτι του πέφτει πολύ βαρύ σε κοπέλες σαν την Ρεγγίνα.


Η Ρεγγίνα: Μία νέα και όμορφη κοπέλα που θα μπορούσε να μεγάλωνε όπως και ο Οσβαλβτ αλλά αυτό δεν έγινε...τώρα όμως ανοίγει τα πανιά για να μπει στο "μαγαζί' που ετοιμάζει να ανοίξει ο Εγκστραντ με την βοήθεια του πάστορα.


Ο Εγκστραντ: Είναι ο άνθρωπος που ενώ δεν έχει καμία γνώση, εντούτοις καταφέρνει να ξεγελάσει τον Πάστορα Μάντερς...όπως και άλλους ανθρώπους.


Η πρώτη φορά που οι Βρυκόλακες παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα.

Για πρώτη στην χώρα μας, παρουσιάστηκαν το 1894 από τον παλιό ηθοποιό Ευτύχιο Βονασέρα ο οποίος υπήρξε και ο σκηνοθέτης έργου.

Αναλυτικά η διανομή του έργου.

Ελένη Αλβιγκ: Ελένη Αρνιωτάκη

Πάστορας Μάντερς: Ευάγγελος Παντόπουλος

Οσβαλβτ Αλβιγκ : Ευτύχιος Βονασέρας

Εγκστραντ: Π. Κωνσταντινοπουλους

Ρεγγίνα: Κική Αρνιωτάκη Ροζαλία Νίκα.




Οι Βρυκόλακες στο Εθνικό Θέατρο.

Το 1934 σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη και στην μετάφραση του Γεωργίου Ν. Πολίτη ανέβηκε με την διανομή


Κυρία Αλβιγκ: Κατίνα Παξινού

Ρεγγίνα: Κατερίνα Ανδρεάδη

Οσβσλβτ:Αλέξης Μινωτής

Παστωρ Μαντερς: Νίκος Παρασκευάς

Εγκστραντ: Ηλίας Δεστούνης


Έκτοτε δεν σταμάτησε να ανεβαίνει σε όλον τον κόσμο και να γνωρίζει πάντα την επιτυχία.

Οι άρτια δομημένοι χαρακτήρες του, το διαχρονικό θέμα της κληρονομικότητας και η υπέροχη δραματουργία του εμβληματικού θεατρικού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν, έχουν κατατάξει τους Βρυκόλακες στα ψηλότερα σκαλοπάτια του πάγκο ρεπερτορίου.

Αν και στην αρχή που συστήθηκε το έργο στο κοινό, αντιμετώπισε σκληρή κριτική όχι από άποψη δραματουργίας αλλά από άποψη θεματολογίας, με τον χρόνο κέρδισε τον σεβασμό των κριτικών του θεάτρου και την προσέλευση των θεατών.

Πολλές μεγάλες κυρίες του θεάτρου υποδύθηκαν την μάνα, κυρία Αλβιγκ προσθέτοντας έναν ακόμη δύσκολο, τιτάνιο και απαιτητικό ρόλο.

Δίπλα στην μάνα στέκει ο γιος, ο Οσβαλβτ, γραμμένος με όλη την θεατρικότητα των ιψενικών ηρώων, που αν και σε έκταση δεν είναι εφάμιλλος με αυτόν της κυρίας Αλβιγκ, εντούτοις σε βάθος είναι από τους πιο δραματικούς και πολυσύνθετους ρόλους με πολλές ψυχολογικές μεταπτώσεις.

Το έργο είναι απόλυτα ολοκληρωμένο και ουδέποτε παρατημένο- όπως το ήθελαν κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου και του πνεύματος την εποχή που είχε γραφτεί.



Το κείμενο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη Μάνου Καραβασίλη.


Comments


bottom of page