top of page

Αύγουστος

Όταν ήμουν παιδί, ο ερχομός του Αυγούστου σηματοδοτούσε την έναρξη των θερινών διακοπών. Τις περιμέναμε πάντα με μία έκφραση παράφορης ανυπομονησίας, που έκανε τα πρόσωπά μας να μοιάζουν με κόκκινα μπαλόνια, αναψοκοκκινισμένα από τη ζέστη. Μετρούσαμε τις ημέρες σαν τους φυλακισμένους που περιμένουν γεμάτη προσμονή την απελευθέρωσή τους.

Κι όταν ερχόταν επιτέλους εκείνη η μέρα, η χαρά ήταν τόσο μεγάλη που το σπίτι γέμιζε με εύθυμες φωνές και κέφι. Κέφι και τραγούδια ακόμα και στο μικρό Φιατάκι που ήταν τόσο τιγκαρισμένο με τα πράγματά μας, που μετά βίας έκλεινε το πορτμπαγκάζ και χωρούσαμε να καθίσουμε στο πίσω κάθισμα.

Κι όταν τελικά φτάναμε στο χωριό, ξεχυνόμασταν σαν ένας μικρός σίφουνας  στη μεγάλη πλατεία και ξεκινούσαμε όλα τα παιδιά μαζί τις μικρές μας εξορμήσεις. Μέχρι το μεγάλο εικονοστάσι, την εκκλησία και το νεκροταφείο. Ή ως το κακό λαγκάδι με τους αθάνατους και τα πουρνάρια, δίπλα στο ποτάμι με το γάργαρο νερό. Κι ύστερα κάναμε βόλτες με τα ποδήλατα και παίζαμε αγαλματάκια ακούνητα και μακριά γαϊδούρα, μήλα και κρυφτό. Και όταν η νύχτα άπλωνε το σκοτεινό της πέπλο, λέγαμε ιστορίες με φαντάσματα, ώσπου τρέχαμε στα σπίτια μας άρον άρον στο άκουσμα κάποιου περίεργου θορύβου.

Ένα χωριουδάκι, όλο κι όλο δέκα σπίτια, ήταν το χωριό της μαμάς. Αγία Μαρίνα* το όνομά του. Με τα περισσότερα σπίτια του ερημωμένα κι αφημένα στο άγγιγμα του χρόνου. Που όμως κάθε Αύγουστο ήταν λες κι έβγαινε από τη χειμερία νάρκη του και έσφυζε ξαφνικά από τη σπίθα της ζωής. Δεν είχε ούτε μπακάλικο, ούτε φούρνο ή καφενείο. Που και που περνούσαν πλανόδιοι πωλητές με μαναβική, ψωμί και μερικές φορές λευκά είδη και υφάσματα. Αλλά αυτό ήταν τόσο σπάνιο, που τότε φάνταζε λες και είχες κερδίσει τον πρώτο λαχνό του λαχείου.

Παππούδες, γιαγιάδες, θείοι, θείες και όλα τα ξαδέρφια χωρούσαμε σε εκείνο το μικροσκοπικό σπιτάκι, στην πλαγιά του λόφου, με το μεγάλο τζάκι. Και την αυλή με την κληματαριά και τη θέα που κοίταζε το πράσινο χαλί του κάμπου. Και φυσικά, την εξωτερική τουαλέτα. Λίγα μέτρα πιο κάτω από το σπίτι, στο πιο σκοτεινό και απόμερο σημείο του οικοπέδου. Κάθε που νύχτωνε την επισκεπτόμασταν ήδη μισοβρεγμένοι από το φόβο. Κοιτούσαμε με γουρλωμένα μάτια τριγύρω, μην τυχόν πεταχτεί τίποτα μέσα από τα δέντρα που έμοιαζαν με ανθρώπινες φιγούρες στα παιδικά μας μάτια. Και δεν είχε ούτε μπανιέρα, ούτε ντουζιέρα. Αυτά ήταν άλλωστε πολυτέλειες. Μπάνιο κάναμε με το λάστιχο και το κανάτι μέσα σε μία σκάφη, φορώντας πολύχρωμα μαγιό.

Και τρώγαμε ζεστό ζυμωτό ψωμί από τον ξυλόφουρνο. Με τριμμένη ντομάτα ή ζάχαρη και λάδι. Και γευόμασταν τα ζουμερά μισοφέγγαρα καρπουζιού και τα πεπόνια με φέτα ή αλάτι. Όλα από το χωράφι του παππού. Κι ένα σωρό ρόγες από σταφύλια εκτοξεύονταν με τις σφεντόνες μας προς κάθε κατεύθυνση όταν παίζαμε πόλεμο. Κι όταν θέλαμε παγωτό, πηγαίναμε ως το σταυροδρόμι, με το παλιό βενζινάδικο. Όλοι διαλέγαμε ή το παιχνιδοκυπελάκι ή τα στικ γρανίτας με γεύση φράουλα και πορτοκάλι. Κι αρχίζαμε να μετράμε με τα δάχτυλα, πόσα παγωτά έχει φάει ο καθένας μας, χωρίς βέβαια να μάθω ποτέ τι κέρδιζε ο νικητής. Ίσως ηθική ικανοποίηση. Ένα αίσθημα ανωτερότητας.

Θυμάμαι που λέγαμε ανέκδοτα. Ήταν πολύ της μόδας εκείνη την εποχή.** Και τραγουδούσαμε όποιο τραγούδι μας κατέβει στο κεφάλι. Κι αν ήμασταν τυχεροί μπορεί να ακούγαμε και κανένα σουξέ της εποχής στο φορητό αναλογικό ραδιόφωνο με τις χοντρές μπαταρίες και την τηλεσκοπική κεραία, η οποία κατέληγε πάντα σπασμένη.

Και όταν τα μάτια βάραιναν, στρωματσάδα όλοι μαζί στην αυλή, κοιτούσαμε το διαμαντένιο ουρανό. Η μυρωδιά από το νυχτολούλουδο μας τρύπαγε τα ρουθούνια και οι γρύλοι μας νανούριζαν σιγά σιγά. Ώσπου ο ένας μετά τον άλλον, πέφταμε στην αγκαλιά του Μορφέα και κοιμόμασταν βαθιά. Και βλέπαμε ένα σωρό όνειρα, μέχρι ο κόκορας να μας ξυπνήσει με το πρώτο φως της μέρας.

  

 

*Αγία Μαρίνα είναι χωριό της Αχαΐας, στην περιοχή της Τριταίας. Ανήκει διοικητικά στο Δήμο Ερυμάνθου.

**Δεκαετία του ‘90

 

 

Comentários


bottom of page