top of page

ΑΡΧΑΙΑ ΥΠΟΔΟΧΗ





 

Ανήμπορος βάδιζε στο λιθόστρωτο. Είχε μόλις γυρίσει από το κουραστικό ταξίδι μέχρι την Ελευσίνα.

Ο Δημόδοκος, δεν ήταν πλούσιος Αθηναίος. Μόνο ένας απλός έμπορος, που κατάφερε να σώσει την μικρή περιουσία του πατέρα του. Το εμπορικό του, δεν είχε στέγη, μοναχά ένα από τα δύο δωμάτια του σπιτιού του ήταν το εργαστήρι του. Ήταν ένας πλανόδιος πωλητής. Έφτιαχνε μικρά κεραμικά, κυρίως λύχνους και πήλινα κτερίσματα για τις χοές και τους νεκρούς. Αυτά, σίγουρα δεν ήταν αρκετά για να έχει μια πλούσια ζωή, μα, κατάφερνε να επιβιώσει. Το μυστικό του, ήταν απλό. Περπατούσε στην Αγορά, βλέποντας όποιο ανάλογο είδος υπήρχε με την πραμάτεια του και κατέβαζε την τιμή, έτσι ώστε να τον προτιμούνε όσοι ψάχνανε κάτι σχετικό.

Είχε δύο φίλους: τον Αδείμαντα και τον Ευμαχείωνα. Ο πρώτος, αοιδός και εκτελεστής κίθαρης, ενώ ο δεύτερος αθλητής της πάλης και σημαντικό πρόσωπο στην Αθηναϊκή κοινωνία .

Ευτυχώς που υπήρχαν κι’ αυτοί. Πολλές φορές τον ενημέρωναν για τις τιμές πώλησης της Αγοράς, ώστε να έχει τον πρώτο λόγο στις πωλήσεις. Άλλες στιγμές, ήταν πολύτιμοι βοηθοί του, ακόμα κι’ αν δεν περπατούσαν μαζί στη δημοσιά. Κυρίως ο Ευμαχείωνας, γιατί όσοι γνώριζαν τη φιλία τους, δεν τολμούσαν να πειράξουν ούτε τρίχα του πλανόδιου εμπόρου, επειδή… ο φίλος του ήταν πρωταθλητής στην πάλη.

Πως προέκυψε το όνομά του;

Δημόδοκος, ήταν και ένας αοιδός από τη χώρα των Φαιάκων. Όταν η μητέρα του τον είχε ακούσει να άδει μπροστά στο κοινό του, στην Ελευσίνα, πήρε την απόφαση, πως αν κάποια στιγμή αποκτήσει παιδί και δη αρσενικό, θα του δώσει το όνομα του μεγάλου αυτού ερμηνευτή και συνθέτη. Έτσι και έγινε.

Ο πατέρας του, πνίγηκε σε ναυάγιο κοντά στην Αίγινα, όταν ήταν δέκα ετών. Η μητέρα του, αρρώστησε κι’ αυτή μετά από επτά χρόνια και έτσι απόμεινε μόνος. Οι δύο φίλοι που αναφέραμε, ήταν μαζί του στο Ωδείο και το Γυμναστήριο. Ο ένας μουσικός και ο άλλος αθλητής. Εκείνος, τίποτα. Μόνο το μικρό σπιτικό εργαστήρι του απόμεινε. Όσα είχε δει και θυμόταν από την παιδική του ηλικία, τώρα ήταν η επιβίωσή του.

Και οι φίλοι τον στήριξαν και τον στηρίζουν ακόμα.

Σχεδόν τριάντα χρονών, πια, η δουλειά ήταν η ζωή του. Δεν απόκτησε οικογένεια. Δεν ήθελε να συμβεί πιθανά στο παιδί του κάτι ανάλογο με τη δική του ιστορία.

Πολλά λοιπόν τα ενάντια, αλλά και τα θετικά της ζωής του.

Η ψυχολογία του, στα τάρταρα. Ο ενθουσιασμός, εμφανιζόταν ελάχιστες στιγμές, όταν, κατάφερνε να πουλήσει κάποια από τα αντικείμενά του σε καλές τιμές ή είχε ξεπουλήσει σε κάποιο ταξίδι του. Προφανώς, δεν ταξίδευε με πλοίο, έχοντας πάντα στο μυαλό του την απώλεια του πατέρα του, παρά μόνον με κάρο. Και αυτό ήταν κουραστικό ταξίδι. Αν μετρούσαμε την απόσταση, με τους δρόμους της εποχής, ήθελες να περάσεις όλη την Ιερά οδό -σωστό καλντερίμι-, για να φτάσεις μετά από τρεις ώρες ταλαιπωρίας στην Ελευσίνα. Και η κούραση της περιπλάνησης στους δρόμους και την αγορά και η επιστροφή, όλα μαζί, εξαντλητικά.

Έφτασε στο σπίτι.

Οι πωλήσεις του, δεν είχαν πάει καλά. Είχε μαζί του είκοσι κεραμικά λυχνάρια και είκοσι κτερίσματα για τους τάφους. Και είχε πουλήσει περίπου τα μισά από κάθε είδος. Σε πολλά σπίτια, που τον ήξεραν από τις επισκέψεις του, του έδωσαν την πληροφορία, πως, κάποιος άλλος, ονόματι Γρύνειος, είχε εμφανιστεί τελευταία και πουλούσε στην ίδια περίπου τιμή.

-Γιατί τον προτιμάτε; ρώτησε κάποια από τις γυναίκες .

-Είναι όμορφος… και γλυκομίλητος του απάντησε.

( όμορφος και γλυκομίλητος) , σκέφτηκε.

-Και είναι αυτός λόγος να χαλάσουμε τη σχέση τόσων χρόνων; συνέχισε. Πάψατε να με εμπιστεύεστε;

-Όχι, δεν είναι αυτό. Αλλά, να, εμείς που είμαστε μόνες μας και ζούμε με τη μνήμη των νεκρών μας και τις δεήσεις μας προς την Ήρα και τη Δήμητρα, γοητευόμαστε από ένα όμορφο νέο.

-Και γι’ αυτό αγοράζετε τα δικά του αντικείμενα;

-Εε, μπορεί να κάνουμε και την τύχη μας. Να μπει στο σπιτικό μας, να του αρέσουμε κι’ εμείς, να τον φιλέψουμε κάτι και… να μείνει δικός μας.

-Κι’ όλες οι ανύπαντρες, κάνετε το ίδιο πράγμα, δηλαδή, διαγωνίζεστε ποια θα τον κερδίσει; Ολοκλήρωσε θυμωμένος.

-Ναι. Συγνώμη που δε θα συνεχίσω να ψωνίζω από σένα, απάντησε η Ελευσίνια κόρη.

Ο Δημόδοκος, έφυγε εκνευρισμένος. Οι ανύπαντρες κόρες ήταν οι καλύτερες πελάτισσες. Τώρα; Τώρα έπρεπε να σκεφτεί κάποια λύση.

Τοποθέτησε τα απούλητα σκεύη στην άκρη, ξάπλωσε και κοιμήθηκε βαριά, με εφιάλτες.

«Δημόδοκεεεε…. Είσαι άσχημος και μουτσούφλης. Δε θα ξαναπουλήσεις σε κόρες. Μόνο σε γριές που δε βλέπουν και δεν ακούνε καλάααα!!»

Και ύστερα, ακόμα χειρότερα.

«Δημόδοκεεεε,…. Έλα μέσα που σε θέλω να μου πουλήσεις τα λυχνάρια σου… Χαχαχαχα! Είσαι άσχημος! Χαχαχαχα! Ο Γρύνειος είναι κούκλος. Και τα πουλάει με χάρη».

Ξύπνησε μέσα στην αγωνία του. Αξημέρωτα ακόμη, κουρασμένος και σχεδόν άυπνος, πήγε στο σπίτι του Ευμαχείωνα. Περίμενε μέχρι το ξημέρωμα και έπειτα άρχισε να κτυπάει την πόρτα, τόσο δυνατά, που ο φίλος του σηκώθηκε με μεγάλο θυμό. Ανοίγοντας, είδε τον Δημόδοκο.

-Τι κάνεις τέτοια ώρα, εσύ, εδώ;

-Πρέπει να σου μιλήσω άμεσα. Έχω ένα μεγάλο θέμα.

-Πέρασε μέσα. Περίμενε λίγο εδώ.

Ο Ευμαχείωνας αποσύρθηκε στο δωμάτιο του ύπνου. Ξαφνικά βγαίνει μαζί με μία εταίρα. Τη χαιρετάει και κάθεται στο ανάκλιντρο.

-Λέγε, τι συμβαίνει; Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος;

-Χάνω τη δουλειά μου, φίλε. Δεν πούλησα ούτε τα μισά.

-Τι έγινε; Προφανώς σου συνέβη κάτι, εε;

-Ναι. Εμφανίστηκε νέος, ωραίος και γλυκομίλητος. Και όλες οι ανύπαντρες κόρες τον κανακεύουν και ψωνίζουν απ’ αυτόν, μήπως και κάνουν την τύχη τους.

-Έεεε, φίλε! Και γι’ αυτό ζορίστηκες; Πως τον λένε; Έμαθες;

-Ναι! Γρύνειο.

-Άαα! Τον ξέρω. Έρχεται μαζί μου στο Γυμναστήριο. Ναι. Καλός νέος από πλούσια οικογένεια. Και όμορφος ,θα έλεγα.

-Τώρα, τι κάνεις; Βαλτός είσαι κι’ εσύ; Σου λέω καταστρέφομαι.

-Μην κάνεις έτσι. Θα του μιλήσω και θα τελειώσει η αντιπαράθεση . Είναι καλό παιδί και δεν πρόκειται να σου χαλάσει τη δουλειά. Σκέψου, όμως, πως κι’ εσύ πρέπει να βρεις κάτι πιο ενδιαφέρον από τα λυχνάρια και τα κεραμικά για τους τάφους και τις χοές.

Το πιο δύσκολο είναι άλλο .

- Ποιο;

- Το θέμα είναι τι θα πουν οι κόρες στην Ελευσίνα. Αυτές δίνουν σημασία στην εμφάνιση και όχι τόσο στην αξία της αγοράς.

Δεν του άρεσε και πολύ αυτή η απάντηση. Όμως, ο φίλος του είχε δίκιο. . Έπρεπε να βρει μια λύση. Και άμεσα.

Αν, λέω αν, σκέφτηκε, αλλάξω λίγο το είδος των προϊόντων μου, ίσως πάνε καλύτερα οι πωλήσεις.

Πήγε τρέχοντας στο σπίτι. Ο ήλιος στάθηκε στο ψηλότερο σημείο, έδυσε, ξαναφάνηκε. Ο Δημόδοκος, δεν είχε σηκώσει κεφάλι από το σχέδιο που είχε επινοήσει.

Είχε κάποια ιδέα, που κάθε άλλο, δεν θα την είχε σκεφτεί ο αντίπαλος πωλητής.

Η μητέρα του, κάποτε, είχε κάνει δοκιμές να αλλάξει το χρώμα των μαλλιών της, δημιουργώντας κάποιες βαφές. Αυτό το σχέδιο, δεν πρόλαβε να το υλοποιήσει, γιατί πέθανε και τώρα, ψάχνοντας σε μικρές σημειώσεις στον κύλινδρο φύλαξης, ανακάλυψε ότι ίσως αυτό θα ήταν η σωτήρια κίνηση.

Τα φυσικά αυτά υλικά, ήταν από τον περιβάλλοντα χώρο του Ιερού της Δήμητρας, κατά την περίοδο που κατοικούσαν στην Ελευσίνα. Όταν ήταν η περίοδος των Ελευσίνιων Μυστηρίων, η μητέρα του -όσο θυμόταν-, έκανε μια σπονδή στη Θεά και στην Μητέρα Ήρα και κατόπιν, μάζευε τα βότανα και τις φυσικές χρωστικές από τον περίγυρο του ναού.

Όταν, πια, έφυγαν και πήγαν στην Αθήνα, η μητέρα του αρρώστησε και μετά από δύο χρόνια, πέθανε. Μέχρι τότε, είχε μαζέψει αρκετά βότανα, λουλούδια και χορταρικά που είχε αποξηράνει κρεμώντας τα από μικρά τσιγκέλια, ενώ κρατούσε και σημειώσεις για τις δοκιμές και τα αποτελέσματα.

Ήξερε ότι οι πλούσιες κυρίες έφτιαχναν περούκες από τα μαλλιά των δούλων τους. Όμως, οι φτωχές και επαρχιώτισσες, άφηναν τα μαλλιά τους σχεδόν πάντα αχτένιστα και αυτό ήταν χαρακτηριστικό τους.

Τώρα είχε την ευκαιρία να πείσει και αυτές τις γυναίκες και κυρίως τις κόρες-που έψαχναν εναγωνίως γαμπρό-, ότι μία καλή παρουσία με βαμμένα μαλλιά και ένα ενδιαφέρον χτένισμα, θα προσέλκυε τις ματιές των νέων ανδρών, που έψαχναν κι’ αυτοί το ταίρι τους.

…Είχαν περάσει ήδη τρεις ημέρες και νύχτες και ο Δημόδοκος ήταν ακόμα σε φάση δοκιμών και πειραμάτων. Του άρεσαν αυτά τα χρώματα που στο τέλος κατέληξε: ένα μαύρο (όπως το χρώμα στα ζωγραφισμένα αγγεία) , ένα ξανθό (σαν το λευκό κρασί), ένα βαθύ κοκκινωπό (που έμοιαζε με τα κόκκινα σταφύλια της Κορίνθου) −αυτό δεν θα το πρότεινε ποτέ στις Αθηναίες− ένα χάλκινο (που θα έλαμπε στον ήλιο) και ένα χρυσό (αγαπημένο χρώμα των γυναικών που ήθελαν να κάνουν μεγάλη εντύπωση και να δημιουργούν θέλξη στους σημαντικούς και πλούσιους άντρες).

Ήταν τόσο ευχαριστημένος με τα αποτελέσματα των πειραμάτων του, που από την μεγάλη αγωνία αν θα γίνουν αποδεκτά, αν θα αρέσουν, αν θα πουλήσουν, δε μπορούσε να κοιμηθεί. Στριφογύριζε μέσα στο δωμάτιο κι’ όλο κοιτούσε πότε το ένα, πότε το άλλο, αν είχε πετύχει τις αποχρώσεις.

Οι φίλοι του, άρχισαν να ανησυχούν που δεν τον είδαν τόσες ημέρες και αφού συναντήθηκαν, πήγαν έξω από το σπίτι του. Κτύπησαν πολλές φορές την ξύλινη πόρτα και μετά από λίγο, ένας καταρρακωμένος και άυπνος Δημόδοκος εμφανίστηκε. Πριν καν τον ρωτήσουν τι συνέβη, τους καλημέρισε και λιποθύμησε.

Έκανε πάνω από μία ώρα να συνέλθει. Άνοιξε τα μάτια και κοιτώντας τους, είπε:

-Το βρήκα. Το βρήκα το αντίδοτο στη φτώχεια μου. Το βρήκα.

Οι δύο τους, κοιτάχτηκαν με απορία. Πρώτα πρώτα, δεν ήταν φτωχός, αλλά κοντά στη μεσαία οικονομική κατάσταση. Δεύτερον, βλέπαν όλα αυτά τα «μαντζούνια» και βότανα και τα πήλινα δοχεία με τα διαφορετικά χρώματα. Σίγουρα έκανε κάποια πειράματα, κάποιους συνδυασμούς φυσικών χρωστικών. Αλλά, τι ήθελε να πετύχει;

-Έχω μια ιδέα, είπε και το πρόσωπό του φωτίστηκε έντονα.

Εσύ, Αδείμαντα, μπορείς να μιλήσεις με τους αοιδούς και τους.. ραψωδούς , στο Ωδείον, να το μεταφέρουν στις συντρόφους τους, για τα νέα χρώματα που κυκλοφορούν στη βαφή μαλλιών κι’ αυτές, πάλι, στις φίλες τους.

Και συ, Ευμαχείωνα, που είσαι και πολύ κοινωνικός, να μιλήσεις στους άλλους Αθηναίους , που έρχονται στο Γυμναστήριο, ότι αρχίζουν να κυκλοφορούν καινούριες αποχρώσεις στη βαφή μαλλιών, ώστε να κάνουν δώρα που θα αρέσουν πολύ στις εταίρες και τις ερωμένες τους.

Αν πάει καλά αυτή η προσπάθεια, θα καταφέρουμε να βγάλουμε αρκετά χρήματα και να κερδίσετε κι’ εσείς ένα σημαντικό ποσό.

- Εμένα, δε με νοιάζει το κέρδος, είπε ο Ευμαχείωνας. Αρκεί, που θα βοηθήσω το φίλο μου να ξαναβρεί το χαμόγελό του.

- Εμένα, πάλι, δε θα μου ερχόταν και άσχημα, πετάχτηκε ο Αδείμαντας, που έτσι κι’ αλλιώς , ήταν «φτωχότερος» από τον πρωταθλητή της πάλης.

 Έτσι κι’ έγινε. Οι δύο φίλοι, σίγουροι για την έξυπνη ιδέα, αλλά και την επιτυχία των βαφών, άρχισαν να διαδίδουν τα προϊόντα και το δημιουργό τους, σε όποιον έβρισκαν. Με αυτό τον τρόπο, άρχισαν να συρρέουν πελάτες στο σπίτι του και να ζητάνε για τις συντρόφους ή ερωμένες τους τις νέες βαφές.

Μέσα σε ενάμισι χρόνο, ο Δημόδοκος, αγόρασε το διπλανό οίκημα, δημιουργώντας μια μικρή βιοτεχνία χρωμάτων βαφής μαλλιών και άρχισε να γίνεται γνωστός και έξω από την Αθήνα. Μέχρι την Κόρινθο, τη Θήβα, το Άργος. Άαα, και στην Ελευσίνα, βεβαίως.

Όλες οι γυναίκες ήθελαν να αγοράσουν τις βαφές του.

Έφτιαξε μια σειρά από πέντε βαφές, που ανάλογα με τη θέση και πλούτο της κάθε γυναίκας, γίνονταν ανάρπαστες.

Ο κατάλογός του ήταν:

ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ Α: Μαύρο χρώμα, με βάση τα φύκια, το μελάνι σουπιάς και ένα μυστικό συστατικό.

ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ Β: Ξανθό χρώμα, με σταγόνες αττικής σταφίδας, ηλιοτρόπιο, απόσταγμα χρυσάνθεμου και ένα μυστικό συστατικό.

ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ Γ: Βαθύ κοκκινωπό χρώμα, με στοιχεία από μοσχάτο σταφύλι, κόκκινο τριαντάφυλλο, βρασμένο παντζάρι, χυμό ώριμων βύσσινων και ένα μυστικό συστατικό.

ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ Δ: Χάλκινο χρώμα, από ψημένο κεραμικό τριμμένο, χαλκό λιωμένο, κίτρινα φύλλα ευκάλυπτου και ένα μυστικό συστατικό.

Η πιο διάσημη βαφή, όμως, ήταν το ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ Ε: Χρυσό χρώμα, με πραγματικά ψήγματα χρυσού, ηλιοτρόπιο, χρυσάνθεμο, κίτρο και ένα μυστικό συστατικό. Αυτά τα μυστικά συστατικά των χρωμάτων, δεν τα γνώριζαν ούτε οι φίλοι του. Τα είχε σημειώσει κι’ αυτά, κρυμμένα στον κύλινδρο φύλαξης της μητέρας του.

Για να γίνει ακόμα πιο γνωστός, οι δύο του φίλοι, οργάνωσαν την Πρώτη Γιορτή Βαφής Μαλλιών με το παρακάτω πρόγραμμα:

Μικρή πορεία των γυναικών που θα λάμβαναν μέρος και αφιερώματα προς την Ήρα.

Ο Αδείμαντας, ανέλαβε τους αγώνες κίθαρις και τραγουδιού.

Ο Ευμαχείωνας, πάλι, τη διοργάνωση αγώνων πάλης.

Το αποκορύφωμα: Ύστερα από κλήρωση, δέκα από τις γυναίκες της πομπής θα είχαν δωρεάν βαφή ενώ οι υπόλοιπες… θα πλήρωναν τη δική τους.

Για να ικανοποιήσει και την επιθυμία της μητέρας του, για την επιλογή του ονόματός του, κάλεσε ως Κριτή των Μουσικών Αγώνων, τον γέροντα πλέον, αλλά μεγάλο ερμηνευτή Δημόδοκο, στον οποίο και εκμυστηρεύτηκε το λόγο που είχαν και οι δύο το ίδιο όνομα.

Η Γιορτή πέτυχε στο ακέραιο. Ήταν μια μεγάλη νίκη του πείσματος και της προσπάθειας. Αυτό, έδωσε ακόμα μεγαλύτερη αίγλη στο Δημόδοκο.

Κάθε χρόνο, η συμμετοχή των γυναικών, αλλά και ανδρών, γινόταν ακόμα μεγαλύτερη.

Έτσι, μετά από λίγα χρόνια, καθιερώθηκε η γιορτή βαφής μαλλιών, που γινόταν κάθε άνοιξη, ώστε τα διάφορα υλικά που ήταν απαραίτητα για τα χρώματα να έχουν συγκεντρωθεί, να τα έχει ταξινομήσει, αποξηράνει, επεξεργαστεί και να είναι έτοιμα για χρήση.

Ο Δημόδοκος έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος δημιουργός καταλόγου χρωμάτων βαφής μαλλιών.

Η οδός που έμενε, ενώ ονομαζόταν Ηρακλέους, έμεινε γνωστή ως ο δρόμος του Δημόδοκου.

Και οι κομμώσεις με τα χρώματα από τις βαφές του, κυκλοφορούσαν σε όλες τις γνωστές και σημαντικές πολιτείες της εποχής του.

Η ιστορία αυτή με το Δημόδοκο και τους δύο καλούς του φίλους, συνεχίστηκε για πολλά - πολλά χρόνια, μέχρι που γέρασαν και ένας – ένας, πέρασαν στην Αθανασία του Κάτω Κόσμου.

Κάποιος, που θα περνούσε από τα τρία μνημεία στον Κεραμεικό - το ένα δίπλα στο άλλο, επιθυμία τους-, θα διάβαζε στο αριστερό:

ΑΔΕΙΜΑΝΤΑΣ

Έζησε άδοντας τη ζωή και τη φιλία.

            Στο δεξιό:

            ΕΥΜΑΧΕΙΩΝΑΣ

Πρώτος στην πάλη και τη φιλία.

Στο κεντρικό μνήμα, που ήταν πάντα γεμάτο με λυχναράκια και κεραμικά χοής, έγραφε:

ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ

Ο άρχων της βαφής μαλλιών, φίλος των άλλων δύο, που από πένης έγινε της πόλης μας μνημείο.

Και όντως, οι στίχοι αυτοί έλεγαν την αλήθεια, γιατί τρία χρόνια μετά το θάνατό του, η σπουδαία αυτή φιλία αναδείχθηκε με την κατασκευή μιας μικρής αλλά εξαιρετικής πλάκας μνήμης, έξω από το σπίτι του - που μετατράπηκε σε μουσείο βαφής μαλλιών-με την επιγραφή:

ΑΔΕΙΜΑΝΤΑΣ – ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ - ΕΥΜΑΧΕΙΩΝΑΣ

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

                                             

Κ. Γ. Καραμπερόπουλος, Αύγουστος 2024

 

Comments


bottom of page