top of page

ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ

Ο Αντώνης, καλό παιδί και ορεξάτο για μάθηση, ζούσε στην επαρχιακή πόλη της Αγριάς, επίνειο του Βόλου, μόλις 6 χιλιόμετρα από την πόλη.

Το «χωριό» είχε πολλά καλά: θάλασσα, ταβερνάκια στην προκυμαία, καφενεία, εστιατόρια, ξενοδοχεία και κάμπινγκ.Η σχολική του ζωή είχε μόλις τελειώσει, καθώς πέρασε στη Σχολή Ιατρικών Επισκεπτών της Λάρισας, μιας πόλης που, χωρίς να «έχει να χωρίσει» κάτι με το Βόλο, ήταν μόνιμα στα μαχαίρια. 150.000 κατοίκους και άπειρο κάμπο η Λάρισα, 150.000 κατοίκους, βουνό και θάλασσα ο Βόλος. Και καλά κάποιος να θέλει να φύγει από τον κάμπο για να βρεθεί στο Πήλιο ή τον Παγασητικό και το Αιγαίο, αλλά το ανάποδο; Πολύ δύσκολο.

Είναι το ίδιο με την περίπτωση ενός νησιώτη, που μετακομίζει σε οποιοδήποτε βουνό: ψυχικός θάνατος. Κι ας έχει θέα.

Κι ας βλέπει πιο μακριά απ’ ότι κοιτούσε απ’ το νησί. Ο ορίζοντας σβήνει, δεν ανοίγει. Ο ορίζοντας πεθαίνει στη ματιά, δε σώζεται.

Ας γυρίσουμε όμως στον Αντώνη.

Τα μάζεψε, πήρε τα μάτια του και δρόμο για την ξενιτιά.

Σκεφτόταν πόσο δύσκολο ήταν να πει σε κάποιον ντόπιο του κάμπου ότι ένας Βολιώτης θέλει να νοικιάσει γκαρσονιέρα ή δυάρι στη Λάρισα.

Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις… Το οτομοτρίς τώρα περνούσε απ’ το Ορμίνιο.

Όλη η διαδρομή 45 λεπτά. Του πέρασε η ιδέα να κατέβει και να περιμένει το επόμενο, να γυρίσει πίσω. Αλλά, μετά, ξανά στο σπίτι, κάθε μέρα τραίνο 1 ώρα και λεωφορείο μέχρι τη Σχολή, δύο ώρες γεμάτες και άλλο τόσο για επιστροφή… και κούραση και έξοδα. Ναι, θα είχε τα μαγειρευτά της μαμάς, ναι, θα είχε τα Σαββατοκύριακα στην πόλη του, ναι. Θα μπορούσε να κρατήσει;

Ή να συνεχίσει την τρεμοπαίζουσα σχέση του με τη Μάρω; Νομίζω, δυσκολεύτηκε να παραδεχτεί, η κατά έξι χρόνια μεγαλύτερή του, ότι θα τον «έχανε» για χάρη μιας Σχολής Ιατρικών Επισκεπτών. Μα ο Αντώνης, ανένδοτος. Ήταν τόση η χαρά του, που για πρώτη φορά κάποιος από το σόι του περνούσε στην Ανώτατη Εκπαίδευση – όλοι οι άλλοι συνέχιζαν τη δουλειά των πατεράδων τους, έμποροι και βιοτέχνες, χωρίς όμως τη «βούλα» των σπουδών – ώστε κάθε σκέψη παραμονής στο Βόλο φάνταζε σαν οπισθοχώρηση. Όμως η κίνηση δράσης τον έριχνε στον εχθρό! …Έφτασε στο σταθμό του τραίνου και πήρε το λεωφορείο για κέντρο. Ήταν μια πολύ ζεστή μέρα: 30 βαθμούς ο Βόλος, 36 η Λάρισα.

Ασφυξία. Κατέβηκε στην κεντρική πλατεία και κοίταξε τριγύρω. Ηλιοκαμένα πρόσωπα, ξερακιανοί καμπίσιοι και κυρίως, ζέστη, κάψα, άναμμα. 

Άρχισε να φυσάει στο στέρνο του.. η ζέστη χειρότερη. Αγόρασε μία εφημερίδα τοπική για να δει τα ενοικιαζόμενα. «Πάω να κάτσω σ’ ένα καφέ να σκεφτώ τι θα κάνω». Η καφετέρια γεμάτη από ντόπιους, αλλά μάλλον και φοιτητές, φοιτήτριες. Ποιον να ρωτήσει για ενοικιαζόμενα; Φανταζόταν πως στη σχολή θα είχε ανακοινώσεις. Όμως ήταν Σάββατο, και έπρεπε να βρει σπίτι ή κάτι προσωρινό τουλάχιστον. Δίπλα του, μια παρέα, μάλλον φοιτητές.

- Συγγνώμη, επειδή δεν είμαι από δω..

«Ωχ!», σκέφτηκε, «θα με ρωτήσουν από πού είμαι!..»…

-Μπορείτε να μου πείτε πού θα βρω σχετικά φτηνά αλλά κάπως καλά σπίτια; Είμαι φοιτητής!

- Και πού πέρασες;

Ρώτησε κάποιος από την παρέα.

- Σχολή Ιατρικών Επισκεπτών!

-Κι από πού είσαι φίλε;

Νάτο! Έπεσε το ερώτημα!

-Είμαι… είμαι…  από Βόλο..

Σαν κεραμίδα η πληροφορία! Και οι τέσσερις μαζί:

-Δεν ξέρουμε κανένα ενοικιαζόμενο για φοιτητές …απ’ Βόλο, συμπλήρωσε άτονα ο ένας.

«Τό ’ξερα!», σκέφτηκε ο Αντώνης, «δεν πρόκειται να βρω. Κι αν τύχει, θα μου το χρεώσουν διπλό!»

  Κάνει νόημα στο σερβιτόρο:

-Παρακαλώ έρχεστε λίγο;

Μόλις πλησίασε του δίνει παραγγελία: «Έναα φρέντοο εσπρέσσοο!»

-Είσαι από το Βόλο; τον ρωτάει το γκαρσόνι.

-Ναι! …πειράζει;

-Όχι βρε αδερφέ,... και κλείνει το μάτι στη διπλανή παρέα..

-Αλλά τις περισσότερες φορές, να μην πω όλες, δεν τα πάμε καλά μεταξύ μας. Εμείς τα λεφτά, εσείς τη θάλασσα.

Εμείς τον κάμπο, εσείς τους τουρίστες. Μας τη δίνει που είμαστε πλούσιοι σε χρήμα, αλλά δεν έχουμε τόσους τουρίστες. Όμως κι εσείς; Μα, να μη θέλετε την Επανάσταση και να συμμαχήσετε με τους Αυστριακούς;

-Έλα τώρα! Μας κρατάτε κακία γι’ αυτό; Και ο Βελεστινλής, δε μετράει; Τι φταίει που πήγε σχολείο στη Ζαγορά; Δε μίλησε για όλη την Ελλάδα, την αυτονομία και την αυτοδιάθεση στα Βαλκάνια;

-Ναι, αλλά άλλο το Βελεστίνο, που έχει κάμπο, και άλλο ο Βόλος.

-Δηλαδή, πρέπει να τα μαζεύω και να φύγω; Είναι μολυσμένα τα λεφτά που θέλω να ξοδέψω στη Λάρισα;

- Όχι ρε μάγκα μου, εσύ κάτσε! Είσαι ξηγημένος και συνεννοούμαστε. Κάτσε και θα βρούμε κάτι και για σένα!

-Ευχαριστώ φίλε… Αντώνης. Αντώνη με λένε.

-Κι εμένα Βασίλη.

Ο Αντώνης έμεινε καθισμένος και άρχισε να σημειώνει στο μπλοκάκι του διάφορες αγγελίες και τηλέφωνα. Ο Βασίλης επέστρεψε με τον καφέ κι ένα ποτήρι κρύο νερό.

-Έλα φίλε, πιες κρύο νερό να σβήσεις την κάψα της Λάρισας.

Εμείς εδώ, δεν πλατσουρίζουμε στα νερά, τα πίνουμε.

-Και τα κατουράμε στη θάλασσα!

Ακούστηκε να ψιθυρίζει κάποιος απ’ τη διπλανή παρέα…

-Έλα ρε παιδιά! Ο τυπάκος είναι ήσυχος, μην τον πειράζετε!

Σκύβει και κοιτάζει την εφημερίδα:

-Α! Ψάχνεις σπίτι;

-Ναι! Και δεν έχω ιδέα από Λάρισα.

-Πού είναι η σχολή σου; Φοιτητής δεν είσαι;

-Στο πάνω πάρκο.

-Έλα, πέντε τετράγωνα πιο κει είναι το σπίτι του πατέρα μου. Και ξέρω ότι στον κάτω όροφο νοικιάζεται ένα δυάρι. Θες να του πω;

-Αν δε σου κάνει κόπο…

-Έλα βρε αδερφέ! Αυτό είναι εύκολο. Παίρνω τώρα τηλέφωνο. Έρχομαι.

Ο Αντώνης ένιωσε πως δεν ήταν τόσο εχθρικό το περιβάλλον πια. Συνέχισε να σημειώνει, αλλά περίμενε κιόλας. Ο Βασίλης βγαίνει έξω και χτυπώντας τον στην πλάτη φιλικά του λέει:

-Είναι ακόμα διαθέσιμο το σπίτι. Πήγαινε τώρα! Θα φτάσεις στην οδό Γκύζη… και θα χτυπήσεις το κουδούνι  «Ηλιάδης». Αν δεν είναι ο πατέρας μου εκεί, θα ’ναι η μάνα μου. Πες της ότι σ’ έστειλα για να σου δείξουν το σπίτι από κάτω.

-Ευχαριστώ! Να σου πληρώσω τον καφέ.

-Κερασμένος! Και καλή τύχη!

 Ο Αντώνης, για να μη μπερδευτεί και κάνει λάθος τη διεύθυνση, πήρε ταξί. Αλήθεια, τα ταξί στη Λάρισα, είχαν το ίδιο χρώμα με την τοπική, καλή ομάδα ποδοσφαίρου, την ΑΕΛ: βυσσινί. Είπε στον οδηγό πού πάει, κι εκείνος αμέσως τον ρώτησε:

-Δεν είσαι από δω;

-Όχι.

-Πούθε είσαι; Φοιτητής;

-Ναι, φοιτητής.

-Ναι, αλλά δε μου πες πούθε είσαι.

-Είμαι… είμαι από το Βόλο!

Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη δισύλλαβη λέξη και:

-΄Αααα! Αυτά τα λένε πρώτα! Είμαι απ’ τον … να μην πω και θέλω ταξί… κι αν σε πάρει κανείς Λαρισαίος, φτύσε με φτάσαμε. Κατέβα !

-Να σε πληρώσω…

-Δεν παίρνω μαγαρισμέν’ λεφτά.

-Ευχαριστώ.

-Κι εγώ το Θεό που μ’ έκανε Λαρισαίο…

Ο Αντώνης πλησιάζει στο κεφαλόσκαλο της πολυκατοικίας, βρίσκει το κουδούνι και το χτυπάει. Του ανοίγουν αυτόματα και μπαίνει μέσα στο χώρο. Δεν ξέρει τον όροφο, αλλά κοιτώντας στα κοινόχρηστα, βλέπει απ’ τους ορόφους που αναγράφονται, σε ποιον βρίσκεται το διαμέρισμά τους. Ανεβαίνει στον τρίτο όροφο με τα πόδια, κοιτώντας ερευνητικά τον έσω χώρο της πολυκατοικίας. Από την πολλή ζέστη και την κούραση, έχει ιδρώσει και σκέφτεται πώς θα εμφανιστεί μπροστά στους ανθρώπους του σπιτιού τού Βασίλη. «Νάτο!», λέει μέσα του. Βγάζει ένα χαρτομάντιλο και σκουπίζει τον ιδρώτα, που έχει αρχίσει να τρέχει από το μέτωπο και τους κροτάφους. Τεντώνει το χέρι και χτυπάει το κουδούνι. Περιμένοντας, σκεφτόταν τι θα έλεγε αν τον ρωτούσαν από πού είναι.

Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά και…

-Παρακαλώ, ποιος είστε;

-….

-Ναι; Ποιος είστε;

-…εγώ… εγώ… εσείς ποια είστε;

-Είστε το παιδί που έστειλε ο Βασίλης για το διαμέρισμα;

-Ναι, ναι… ΝΑΙ. Νόμιζα πως θα βρω τον πατέρα ή τη μητέρα του. Γεια σας. Είμαι ο…

-Αντώνης! Κι εγώ η αδερφή του Βασίλη, η Μίνα.

Ο Αντώνης έχει σαλτάρει! Τι άγγελος ήταν αυτός! «Πω,πω! Κι είμαι ιδρωμένος! Νιώθω σα να τα ’κανα πάνω μου», σκεφτόταν.

-Χαίρω πολύ, λέει και προτείνει το χέρι του, το καταϊδρωμένο χέρι.

- Κι εγώ χαίρομαι. Έλα, πέρασε μέσα. Να σου δώσω μια πετσέτα να τραβήξεις τον ιδρώτα. Έχει πολλή ζέστη σήμερα.

 Μετά από μισή ώρα κουβέντας, ο ένας δε λέει να ξεκολλήσει τα μάτια του απ’ τον άλλο.

Η Μίνα, κάποια στιγμή διακόπτει αυτήν την αμήχανη, μα τόσο όμορφη ατμόσφαιρα:

-Δεν πρέπει να πάμε να δεις το σπίτι; Είναι ακριβώς από κάτω.

-Ναι, πάμε.

Κατεβαίνουν ανοίγουν και πλησιάζουν στο παράθυρο του κυρίως χώρου.

-Εδώ είναι, 56 τετραγωνικά, τα μισά από το δικό μας. Αλλά έχει θέα. Έλα να δεις από το μπαλκόνι.

Και, πιάνοντάς τον από το χέρι, βγαίνουν στο μπαλκόνι.

Ο Αντώνης έχει χάσει τα αυγά και τα πασχάλια! Αντί να κοιτάει τη θέα απ’ το μπαλκόνι, κοιτάει τη θεά στο μπαλκόνι.

-Έι! Κοίτα εδώ, του λέει και τον γυρίζει προς το μέρος της. Γυρνάει και την κοιτάει στα μάτια‧ έχει ξεχάσει πως είναι Λαρισαία.

-Μ’ αρέσεις, Μίνα!

-Κι εμένα μ’ αρέσεις, Αντώνη!



Κωνσταντίνος Καραμπερόπουλος

Comments


bottom of page