top of page

ΑΠΡΙΛΗΣ ΗΤΑΝ


ΑΠΡΙΛΗΣ ΗΤΑΝ..

Η Ανθή έγειρε στο περβάζι, έκλεισε τα μάτια, μύρισε τον δροσερό αγέρα που ερχόταν μέχρι τη Χώρα. Μοσχοβολούσαν οι πασχαλιές και οι πρωινοί ήχοι που σήμαιναν το ξύπνημα της γειτονιάς, άρχιζαν.

Σταύρωσε τα χέρια και παρακάλεσε

‘’Κύριε, τώρα που ‘ρχεσαι πιο κοντά μας, τώρα που σιμώνει ο καιρός να σε θρηνήσουμε και να λυτρωθούμε μαζί, πρόστρεξε στο παιδί μου, σε παρακαλώ Κύριε.

Κάνε να δει μια στάλα φως σ’ αυτή την κοινωνία που τον γέλασε με απατηλές υποσχέσεις.

Ξέρω, ότι άλλες μανάδες θρηνούν τα βλαστάρια τους που χάθηκαν πρόωρα, ή που κείτονται σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου, σφαδάζοντας από πόνο.

Αχάριστη μπορείς να μ’ ονοματίσεις, για μένα τίποτε δεν ζητώ, μόνο λίγη χαρά να δω μες στα μάτια του. Ως πότε θα πληγώνει αυτός ο τόπος τη ψυχή των νέων;

Ως πότε θα αγκομαχάνε για να φτάσουν λίγο το όνειρο;

Τόσο δύσκολο είναι ν’ ανοίξουν τα φτερά τους;’’

Μια φωνή την έβγαλε απ’ τις σκέψεις της. ‘’Μάνα, κλείσε τα παντζούρια. Μ’ ενοχλεί το φως’’. ‘’Ναι παιδί μου.. Ν’ αφήσω μια χαραμάδα;’’


Καλή Ανάσταση Ελλάδα!



Στέλλα Σωτήρκου

Πρόεδρος ΕΛΒΕ

Comments


bottom of page