top of page

Αιχμάλωτη χρόνου



Μέσα στο σπίτι του κούκου, 

το ξύλινο σπίτι μου.

Με τοίχους στενούς.

Τυφλά παράθυρα. 

Ζω μία ζωή φυλακισμένη.

Και κοιτώ τη μόνη έξοδο διαφυγής. 

Μόνιμα μπλοκαρισμένη με ένα σωρό υποχρεώσεις, καθήκοντα και πρέπει.

Μόνιμα κατειλημμένη από του σύμβιου τα απλωμένα φτερά.

Στα δευτερόλεπτα σκοντάφτουν οι σκέψεις μου.

Στα λεπτά μεταλλάσσονται οι στιγμές μου.

Στις ώρες αυτοκτονούν τα σχέδια μου.

Με μόνιμη αγωνία μην τυχόν δεν προλάβω.

Με μόνιμη ανησυχία μην τυχόν δεν ανταπεξέλθω. 

Με μόνιμη απορία μην τυχόν δε δικαιωθώ.

Από αυτήν τη συνεχόμενη αιχμαλωσία.

Την αιχμαλωσία του χρόνου, που με κυνηγάει και τον κυνηγώ ...

Πασχίζω να βγω κερδισμένη.

Σε έναν αγώνα δρόμου που μου τσακίζει τα γόνατα και μου λυγίζει τις πλάτες. 

Προσπαθώ να βγω στην επιφάνεια.

Να αναπνεύσω.

Σε έναν βάλτο που μου ρουφάει κάθε σταγόνα προσπάθειας.

Κι όλο τρέχω να προλάβω το τέλος των όλων, προτού ο χρόνος μου τελειώσει.

Κι όλο κουνιέμαι σπασμωδικά, καθώς κολυμπώ. 

Πότε σε λιμνάζοντα νερά.

Πότε σε φουρτούνες ή τρικυμίες.

Κι η καθημερινότητα επαναλαμβάνεται.

Παίζει σ' ένα μονότονο μοτίβο σκηνές γεμάτες άγχη εκπλήρωσης και ανασφάλειες του ανεκπλήρωτου κενού. 

Και κάπως έτσι στέκω στην άκρη του σπιτιού κατάκοπη. 

Να κοιτώ σαστισμένη τα γρανάζια και τον κούκο. 

Σαν ένα ανθρωπόμορφο τέρας.

Με άγρυπνη στάση και βραχνή φωνή. 

Μετράει αδιάκοπα τις ώρες και φωνάζει απειλητικά το πέρασμά τους.

Κι όλο ζητάει αμοιβή για αυτήν τη συγκατοίκηση. 

Για αυτήν την απαιτητική συμπόρευση. 

Ζητάει θυσίες, ενέργεια κι οξυγόνο.

Μα οι θυσίες σφηνώσανε στα στενά της ανοχής μου.

Το οξυγόνο μου τελείωσε πριν πάρω την τελευταία μου ανάσα. 

Κι η ενέργειά μου έφτασε στα όρια της ανυπαρξίας μου.

Πριν καλά καλά οι δείκτες χτυπήσουν μεσάνυχτα. 

Πριν καλά καλά ο κούκος πετάξει ως τα σύνορα της επόμενης ημέρας. 

Comments


bottom of page