Αδιέξοδο, είναι ο περιορισμός των επιλογών, η αντίφαση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα,το επιθυμητό και το υλοποιήσιμο,την ευχή και τη δυνατότητα.
Ας λείπει το αόριστο και δασκαλίστικο, ότι όλα γίνονται.
Όχι δεν είναι όλα εφικτά, ούτε εύκολα να πραγματωθούν,και τότε ανάμεσα στη βούληση και στην επίτευξη, ανάμεσα στη λαχτάρα και την πραγμάτωση...
Υψώνεται απροσπέλαστος μαντρότοιχος το αδιέξοδο και σου πλακώνει την καρδιά και σε γεμίζει απελπισία.
Εξαρτάται, τι ζητάς θα μου πεις, και θα σου απαντήσω αμέσως...
Το απλό το ανθρώπινο και αγαπησιάρικο,το λιτό και απέριττο με την καθημερινή φορεσιά του.
Πολλές φορές όμως και αυτό δεν είναι αυτονόητο,όσο και αν το επιδιώκεις.
Το παιχνίδι της ζωής παίζεται σε προδιαγεγραμμένο στάδιο και με πολλούς συμπαίκτες.
Αν δεν βρεις ανταπόκριση και συνεννόηση,αν δεν πέσεις σε πνευματική και συναισθηματική ανοιχτωσιά, τότε πλαντάζεις στο αδιέξοδο και χτυπιέσαι σαν τη μύγα στο μπουκάλι.
Όλα είναι τόσο προσιτά και απρόσιτα συνάμα, τόσο εύκολα και τόσο αδύνατα τόσο εφικτά και ανέφικτα,που στο τέλος τρελαίνεσαι μπροστά στην παράνοια του αδιεξόδου,σαν τη μύγα στο μπουκάλι.
Κατακαλόκαιρο,στην αετοράχη, εκεί ψηλά στην εξορία του Αδάμ, στην άκρη του κόσμου.
Ο ήλιος πύρωνε το βράχο και έβραζε ο τόπος τριγύρω.
Η κάψα μας έκαιγε την ανάσα, και μας κόπηκε εντελώς η όρεξη για τρεχαλητό και παιχνίδι.
Ξαπλώναμε όλα μαζί, μισόγυμνα στην κρεβάτα στην αυλή και πιάναμε το κουβεντολόι, και τις ιστορίες για δράκους,νεράιδες και το φάντασμα της Κατινίτσας, που σεργιανούσε ξυπόλυτο από γειτονιά σε γειτονιά και έσκιαζε τα κοπέλια.
Τα πιο μικρά σφιγγόταν επάνω μας κατατρομαγμένα, όταν η Σοφία τσάκωσε μια μύγα στο μπουκάλι της λεμονάδας και της έφραξε την έξοδο με το καπάκι.
Γλυκάθηκε η μύγα φαίνεται και κατηφόρισε στο μπουκάλι και αμέσως βρέθηκε μπροστά στο τραγικό αδιέξοδο.
Εμείς παρατήσαμε τις ιστορίες με τους δράκους και επικεντρώσαμε το ενδιαφέρον μας στη μύγα.
Έξι ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν λαίμαργα πάνω της και την παρατηρούσαμε να βουρλίζεται, να τρέχει μανιασμένη απο τη μια άκρη στην άλλη να ανεβοκατεβαίνει απελπισμένη, να ψάχνει διέξοδο.
Και να χτυπιέται να ξεφύγει.
Άλλοτε έπεφτε με φόρα στο γιαλί και τσάκιζε τα φτερά της και άλλοτε έψαχνε πιο ήσυχα άλλο τρόπο φυγής.
Και το τραγικό, όλα απλωνόταν προκλητικά σιμά της... μόνο ένα χιλιοστό γιαλί μεσολαβούσε... Έβλεπε καθαρά το σπίτι, την κρεβάτα, τις καρπουζόφλουδες στη σουπιέρα, ένα σβούρισμα και θα τα έφτανε όλα...
Αν δεν υπήρχε το μπουκάλι...
Όταν η Σοφία βαρέθηκε και το κλώτσησε μακριά, εκείνη κείτονταν ψόφια στο πάτο με τα φτερά διπλωμένα.
Εγώ νομίζω, πως τρελάθηκε πριν ψοφήσει...
Την τρέλανε το αδιέξοδο.
Κάθε φορά λοιπόν που αδυνατώ να ξεπεράσω τον μαντρότοιχο των εμποδίων και της αναποδιάς χάνω το κουράγιο μου και νιώθω σαν την μύγα στο μπουκάλι.
Χάνω εντελώς την ψυχραιμία μου και χτυπιέμαι στα πρόθυρα της τρέλας, ενώ σφυροκοπούν στο κεφάλι μου, σαν καταδίκη οι στίχοι του ποιητή...
"Έτσι, που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ σ' αυτή την κόχη τη μικρή,
σ' όλη τη γη τη χάλασες."
Comments