
Απόψε σ'ονειρεύτηκα
στην ξύλινη σχεδία
σανίδα σωτηρίας.
Στου ζόφου την αντάρα
απελπισμένος ναυαγός
πάλευες να επιζήσεις.
Από την ξέρα της ζωής
θώρησες την ελπίδα.
Σαν κατακάθι η οργή
θρονιάστηκε στο βένθος..
Κι απ' τις φυκιάδες πρόβαλε
του φλάμπουρου ο ήλιος.
Στ' ακρόπλωρο της χαραυγής
θώρησες τ' ακρωτήρι
με τ' άνθισμα των μίσχων:
Ταξιανθίες αγάπανθου
με τις σαρκώδεις ρίζες!
Ναυαγοσώστης στη ζωή
γίνηκες της ζωής σου.
Εκείνη η σανίδα σου
στο έλεος του βούρκου
τώρα με τ' άνθη αγάπανθου
ο κίονας της νησίδας!

Comments