Ξαγρυπνώ. Αδιάκοπα.
Το κρεβάτι μου έχει χάσει πια την οικεία του αίσθηση.
Δε φέρνει την ηρεμία μέσα μου,
δε με τραβάει στη λήθη.
Το μαλακό μου μαξιλάρι μοιάζει με πέτρα κοφτερή,
που το κεφάλι μου πληγιάζει
και τραυματίζει τις ήδη πονεμένες σκέψεις μου.
Εκείνες τις σκέψεις που συνήθισαν ν’ ακολουθούν τη μορφή σου.
Και τώρα; Πώς μπορώ να τις σταματήσω;
Ανεξέλεγκτα βαδίζουν στα δικά σου μονοπάτια,
παίζοντας και ξαναπαίζοντας
τις στιγμές που ζήσαμε μαζί·
το χαμόγελο που φύλαγες μόνο για μένα.
Πώς μπορώ να τους θυμώσω,
όταν σε φέρνουν, έστω κι έτσι, κοντά μου;
Πώς μπορώ να τους θυμώσω
-πώς;-
όταν μου θυμίζουν συνεχώς τους λόγους που σ’ αγάπησα;
Είναι φορές που αφήνομαι,
που περπατώ μαζί τους σε δρόμους που ορκίστηκα να μην ξαναδιαβώ.
Ανίκανη να σε αρνηθώ,
ανίκανη να ζήσω ακόμα ένα λεπτό χωρίς εσένα.
Άλλες φορές -ελάχιστες- τις απωθώ,
στην αρχή, αδύναμα
και ύστερα, με όση δύναμη μού έχει απομείνει.
Θέλω να φύγουν… όπως έφυγες εσύ·
να με αφήσουν ήσυχη… όπως δεν ήθελα ποτέ να κάνεις.
Μόνο στην πολυθρόνα καταφέρνω ν’ αποκοιμηθώ,
έστω για λίγο.
Μόνο που τότε μ’ επισκέπτονται τα όνειρα·
τα όνειρα που έχουν πάλι κάτι από σένα.
Συνήθως γλυκό, συνήθως αθώο,
μα κάθε φορά ψεύτικο.
Όμως με κάνουν να χαμογελώ,
έστω για λίγο.
Comments