top of page

"Ένα παράθυρο στο φως"


ree

Ένα παράθυρο στο Φως

«Το παράθυρο δεν είναι για να βλέπεις έξω.

Είναι για να θυμάσαι πού ήσουν, όταν ήσουν ακόμα φως.»

Το πέτρινο παράθυρο στεκόταν αγέρωχο, μόνο κι ακίνητο, σ’ έναν βράχο απάνω απ’ το απέραντο γαλάζιο το μοναδικό άνοιγμα σ’ ένα ξεχασμένο κελί, που στέγαζε κάποτε ψυχές που αναζητούσαν τον Θεό ή τον εαυτό τους. Ο χρόνος δεν το πείραζε παρά μονάχα μόνο το αλάτι της θάλασσας που χάραζε διακριτικά το περίγραμμά του.

Οι τοίχοι γύρω του, μουσκεμένοι απ’ τη σιωπή και την αλμύρα, δεν είχαν λόγια· κουβαλούσαν αναστεναγμούς, αποτυπώματα ανθρώπων που κάποτε μίλησαν με το βλέμμα τους. Κι ένα δέντρο, κυρτωμένο από τους ανέμους.

Τα κλαδιά του λύγιζαν προς το πέλαγος, σαν να έγερνε να ακούσει τους μυστικούς ήχους μιας μνήμης ασάλευτης στον αιώνιο χρόνο..

Το παράθυρο αυτό δεν είχε φτιαχτεί για να βλέπει κανείς έξω· ήταν εκεί για να θυμάται. Δεν είχε τζάμι, δεν είχε σύνορα· μόνο φως. Έμοιαζε με τα μάτια του κόσμου, ανοιχτό πάντα στην εσωτερική όραση, εκεί όπου η ψυχή σταματά να υπερασπίζεται τη σιωπή της και αποφασίζει να μιλήσει.

Εκεί επέστρεφε ο Ιάσωνας. Πάντα στο ίδιο σημείο, ένα βήμα πριν το κατώφλι, με τη σκιά του να μπλέκεται με της πέτρας, σαν να ’ταν κομμάτι της. Έβγαζε το σημειωματάριό του και έγραφε όχι σκέψεις, αλλά λέξεις γεμάτες σιωπή που έλειπαν απ’ τον κόσμο, μα άνθιζαν σε τούτο το περίγραμμα φωτός.

Στάθηκε μπροστά στο πέτρινο παράθυρο κρατώντας το σημειωματάριό του. Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση και μια απαλή αύρα λικνιζόταν πίσω από τα λόγια του, σαν ανασαιμιά της θάλασσας

Κοιτούσε μακριά μονολογώντας.. εδώ ήρθα ξανά…

Σαν να μη μ’ άφησε ποτέ αυτό το κομμάτι ουρανού ανάμεσα στην πέτρα.

Δεν είναι παράθυρο αυτό.

Είναι πληγή που δεν θέλει να κλείσει.

Ή... μήπως είναι ανάσα;

Έχω γυρίσει πίσω τόσες φορές με το σώμα, με το βλέμμα, με τη σκέψη.

Σαν εκείνο τον άνεμο που, ό,τι κι αν τον διώχνει, πάντα επιστρέφει στα κύματα.

Ήμουν κάποτε φως. Το θυμάμαι. Όχι απ’ τις φωτογραφίες…

Απ’ τη στιγμή που σμίξαμε τα αρχικά μας στην πέτρα.

«Α + Λ»

Αλεξάνδρα.

Δεν ήξερες τότε τι κρατούσα μέσα μου.

Ούτε κι εγώ.

Μου ’δωσες τη θάλασσα κι εγώ της είπα να σωπάσει.

Μου ’δωσες τον εαυτό σου κι εγώ φοβήθηκα το φως σου.

Τώρα όμως, θυμάμαι. Και σε βλέπω σε κάθε τι που σκαλίζει την πέτρα, σε κάθε ρωγμή αυτού τοίχου.

Έγραφα για χρόνια… όχι για να θυμηθώ, μα για να μη χαθώ.

Κι όμως, σήμερα, μια φωνή – η δική της, της Άλκηστης

ήρθε και μου μίλησε.

Σαν να πήρε η ζωή μου μορφή ξανά.

Όχι όπως πριν. Όχι με σκιρτήματα. Μα με κατανόηση.

Εκείνη δεν ήρθε να ζητήσει τίποτα. Ήρθε να ακούσει.

Και μέσα στα μάτια της είδα τη θάλασσα που ποτέ δεν έπαψε να με καλεί.

Της είπα: «Το μέρος απ’ όπου λείπω…»

Τότε το κατάλαβα. Δεν ήμουν μόνος. Και δεν ήμουν ποτέ.

Η μνήμη είναι το σπίτι της ψυχής μας. Η αγάπη, η αληθινή, δεν τελειώνει, αλλάζει μόνο μορφή. Κι αυτό το παράθυρο, δεν οδηγεί στο παρελθόν. Οδηγεί στο πρόσωπο του άλλου. Χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά από αρκετή ώρα.

Αν με ρωτούσες τώρα τι φοβάμαι;

Θα σου έλεγα: να μη δω. Όχι να μη χάσω.

Γιατί ό,τι αγαπάμε δεν χάνεται.

Μόνο αλλάζει πρόσωπο.

Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό σαν να ΄θελε να ζητήσει κάτι ακόμα απ’ τη ζωή του αφήνοντας το σημειωματάριο του να πέσει ερμητικά κάτω στη γη.

Τώρα μπορώ να φύγω. Ή ίσως, για πρώτη φορά… να μείνω.

Η θάλασσα ακούγονταν πιο καθαρά. Ο Ιάσωνας άρχισε να απομακρύνεται αργά. Το παράθυρο έμεινε μόνο του λουσμένο στο φως του δειλινού.

«Δεν είναι η θάλασσα», έγραφε, «είναι η μνήμη της. Είναι αυτό που βλέπεις,

όταν κοιτάς προς τα μέσα.»

Είχε μάθει να κουβαλά τις σιωπές του όπως οι άλλοι κουβαλούν τα φυλαχτά τους. Δεν ήξερε πια αν αυτό που ένιωθε ήταν αγάπη, ενοχή ή νοσταλγία· μόνο ήξερε πως εκεί, μπροστά στο παράθυρο, ένιωθε την ανάσα του ξανά.

Μια μέρα, καθώς το φως έγερνε σαν κουρασμένος άγγελος στον ώμο του ουρανού, είδε χαραγμένα στην πέτρα δυο γράμματα σχεδόν σβηστά: Α + Λ. Τα χάιδεψε. Και τότε θυμήθηκε. Την είχε φέρει εδώ. Την Αλεξάνδρα. Όταν όλα ήταν ακόμη παιχνίδι και υπόσχεση. Όταν η αγάπη τους ήταν άυλη, σαν το θαλασσινό φως που περνά φευγαλέα απ’ τα βλέφαρα τους.

Αν κάποτε χαθούμε, της είχε πει, να θυμάσαι αυτό το παράθυρο. Θα είναι σαν να το κοιτάμε μαζί, ό,τι κι αν γίνει! Εκείνος δεν πίστευε τότε στη φθορά. Μα τώρα ήξερε. Ο χρόνος, αν και σιωπηλός, είναι αλάνθαστος. Και οι άνθρωποι κάποτε γίνονται σκληροί σαν πέτρα. ή επιστρέφουν στην πέτρα.

Έμεινε ώρες στο ίδιο πεζούλι, αφήνοντας την απουσία της να συνομιλεί με την παρουσία του. Η θάλασσα άλλαζε χρώματα σαν ψυχή που θυμάται. Κι όταν ο ήλιος έσβησε πίσω απ’ τον ορίζοντα, έγραψε: «Εκεί που τελειώνει ο κόσμος,

αρχίζει η μνήμη.»

Εκείνη που στεκόταν κάποτε δίπλα του, είχε πια χαθεί στις ρωγμές του χρόνου· μα η ανάμνησή της έμενε, όχι ως βάρος, αλλά ως ψίθυρος στην πελαγίσια αύρα.

Κι ύστερα, καθώς ο ήλιος έσταζε τα τελευταία του χρώματα, πέρασε από το μονοπάτι ένα κορίτσι. Δεν έμοιαζε να ψάχνει κάτι κι αυτό ήταν το πιο περίεργο. Στάθηκε στο παράθυρο και κοίταξε μέσα του. Κι έπειτα γύρισε προς τον Ιάσωνα:

Τι κοιτάτε;

Το μέρος απ’ όπου λείπω, της απάντησε.

Κι εσείς; Ψάχνετε κάποιον;

Όχι πια. Ίσως τον παλιό μου εαυτό.

Το κορίτσι τον κοίταξε με βλέμμα σοβαρό και ήσυχο.

Ψάχνω τη φωνή της μητέρας μου. Πέθανε εδώ κοντά, πριν γεννηθώ. Λένε πως ερχόταν σ’ αυτό το παράθυρο και έγραφε ποιήματα.

Δεν την γνώρισα ποτέ.

Μου μιλούσαν για εκείνη, πάντα με φωνές ψιθυριστές…

Λες και η απουσία της ήταν πιο εύγλωττη από την ίδια της την παρουσία.

Έλεγαν πως ερχόταν σ’ αυτό το παράθυρο.

Δεν ήξεραν γιατί. Ούτε κι εγώ.

Μέχρι που ήρθα.

Του έδειξε ένα παλιό χαρτί. Ο Ιάσωνας πάγωσε· ήταν το γράψιμό του.

«Να αγαπάς τη θάλασσα σαν να είναι άνθρωπος.

Να της μιλάς όταν κανείς δεν σ’ ακούει.

Να τη θυμάσαι όταν ξεχνάς ποιος είσαι.»

Ίσως η μητέρα της να ήταν η Αλεξάνδρα. Ίσως όχι. Δεν είχε σημασία πια. Το φως είχε βρει ένα νέο σώμα να κατοικήσει.

Πώς λέγεσαι;

Άλκηστη.

Όμορφο όνομα.

Η μητέρα μου δεν ήταν ποιήτρια. Ήταν σιωπηλή. Αλλά αυτό, λένε, είναι μια άλλη μορφή ποίησης.

Κάθισαν δίπλα-δίπλα, χωρίς βιασύνη. Ο ήλιος έδυε αργά πίσω απ’ το γέρικο πεύκο και ο κόσμος, έστω για λίγο, δεν πονούσε.

Παρέμειναν σιωπηλοί όπως η αγάπη.

Όπως το φως που έρχεται χωρίς θόρυβο,

και απλώνεται πάνω στα παλιά πράγματα

με τη βεβαιότητα ότι όλα μπορούν να ξαναγεννηθούν.

Ο Ιάσωνας έφυγε. Ή ίσως… όχι.

Δεν φεύγουν οι άνθρωποι που σου μαθαίνουν να βλέπεις.

Ο Ιάσωνας της έδωσε ένα χαρτί λίγο πριν αναχωρήσει πάλι. Άφησε πίσω του λόγια, και τα λόγια έγιναν σπίτι της.

«Το παράθυρο είναι μια συμφωνία.

Αν σταθείς μπροστά του με αλήθεια,

θα δεις τον εαυτό σου όχι όπως είναι,

μα όπως επιθυμούσε πάντα να γίνει.»

Η Άλκηστη αναρωτήθηκε δεν ήξερα πως λίγες λέξεις μπορούσαν να κάνουν τα θεμέλιά σου να ραγίσουν, όχι για να πέσουν, αλλά για να ανθίσει κάτι ανάμεσα στις ρωγμές του χρόνου.

Εδώ έμαθα πως η σιωπή δεν είναι κενό,

είναι ο τόπος όπου αρχίζει η αγάπη.

Και τώρα…

Το παιδί μου χάραξε στον τοίχο κάτι δικό του:

«Η θάλασσα μου ψιθύρισε: Ό,τι αγαπάς, μένει.»

Χαμήλωσε το βλέμμα της βαθιά συγκινημένη

Ναι…Αυτό μένει.

Μάζεψε τα πράγματα της αργά και καθώς το παιδί την πλησίαζε της έπιασε το χέρι, μαζί απομακρύνθηκαν από κείνο το παράθυρο. Ο ήλιος έπεφτε πίσω τους και το φως του έδυε σιγά σιγά…

Από τότε, η Άλκηστη ερχόταν συχνά, με τον μικρό. Του έδειχνε τη θάλασσα και του μιλούσε για εκείνους που έγιναν φως. Το παιδί άκουγε με βλέμμα γεμάτο λαχτάρα· όπως ακούς όταν δεν έχεις δει ακόμα τον κόσμο.

Μια μέρα, το παιδί χάραξε κι αυτό κάτι με το δάχτυλό του στον τοίχο:

«Η θάλασσα μου ψιθύρισε:

Ό,τι αγαπάς, μένει.»

Και τότε, ο παλιός τοίχος, εκείνος ο σοβαρός φρουρός του χρόνου,

χαμογέλασε. Ξανά.

Γιατί γνώριζε: Ότι το φως επιστρέφει πάντα απ’ το παράθυρο.

Αργά. Αλλά επιστρέφει.

Με άλλο πρόσωπο, με άλλη φωνή,

μα με την ίδια καρδιά.

Την καρδιά της μνήμης που δεν ξεχνά.



© Βy Μίνα Μπουλέκου 🌹💯❤️

Συγγραφέας


Comments


bottom of page