top of page

Ένα θαύμα(σιο) στην γιορτή του Αγίου Φανουρίου

φωτο: Προσωπικό αρχείο του Πατέρα Ξενοφώντα Ζαρκάδα

 

  Δεκαπέντε χρόνια πριν, λίγο προ της χειροτονίας μου  ως  διάκονος, είχα επισκεφτεί τον πνευματικό μου πατέρα Αχιλλέα Παπαδάκη, παλαιό εφημέριο Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Νέων Λιοσίων (τωρινό Ίλιον). Είχα ζητήσει να μοιραστεί μαζί μου  μια ιστορία από αυτές που άπτονται του υπερφυσικού, από αυτές που έχουν χαραχθεί στην μνήμη της, σχεδόν μισού αιώνα, ιερατικής του διακονίας. Αυτή την ιστορία σας μεταφέρω στο χαρτί, εις μνημόσυνο όλων όσων την έζησαν και τώρα δεν βρίσκονται εδώ.

 

—***—

  

  Παραμονή του Αγίου Φανουρίου. 

Οι νοικοκυρές από νωρίς ετοιμάζαν την  πίτα τ΄ Αγίου, με ευλάβεια, επτά ή εννιά υλικά, όσα τα μυστήρια της Εκκλησίας ή όσα τα Τάγματα που μνημονεύει ο ιερέας στην πρόθεση. Και σε αυτά περίοπτη θέση έχει η σταφίδα. Το σταφύλι της Αμπέλου, ο οίνος ο ευλογημένος, ο καρπός…

  Η κυρά Κούλα (ας την ονοματίσουμε έτσι, πάντα υπάρχει κάπου μια κυρά Κούλα, αλλά το όνομά της το είχε ξεχάσει ακόμα κι ο παπάς), ζούσε μόνη της σε ένα χαμόσπιτο στα Νέα Λιόσια, στα σύνορα με Άγιο Τρύφωνα και εκκλησιαζόταν στον Άγιο Νικόλαο. Από αυτές που είναι ανελλιπώς στην εκκλησία από μικρή κοπέλα, δεν θυμόταν να είχε περάσει Κυριακή  ή μεγάλη γιορτή χωρίς να εκκλησιαστεί.

  Τραγική φιγούρα. Έχασε τον άντρα της νεότατο από εργατικό ατύχημα και μεγάλωνε μόνη τον γιο της  μέχρι που έφυγε από την αγκαλιά της για να πάει στην αγκαλιά της μαμάς πατρίδας. Μέχρι εκείνο το καταραμένο πρωινό που τουμπάρισε το ΡΕΟ που ο ίδιος οδηγούσε και σκοτώθηκε, ο μονάκριβός της… Κανένας άλλος δεν έπαθε τίποτα, παρά το δικό της παιδί. Ένα παιδί χρυσό, παπαδάκι από μικρό και όταν μεγάλωσε, σιγοντάριζε στο αναλόγιο, εκκολαπτόμενος ψάλτης. Κι απόμεινε η  κυρά Κούλα μόνη κι έρμη, σκιά του εαυτού της. Μόνο η Εκκλησία κι η πίστη της έμεινε.

  Έτσι κι εκείνο το πρωινό έχει ανάψει το λιβανιστήρι, μουρμουρίζει τροπάρια και ξεκινά να φτιάξει την φανουρόπιτα, την πίτα του Αγίου, για να την πάει στην εκκλησιά το απόγευμα πριν τον εσπερινό, να ευλογηθούν υπό του ιερέως, να μοιράσει στον κόσμο και να πάρει την υπόλοιπη σπίτι της, στην οικογένειά της…

  Σπίτι της; Ποιο σπίτι, που δυο φορές το χτύπησε ο Χάρος; Τέσσερις τοίχοι και πάνω στο κομό οι φωτογραφίες του άντρα και του γιού της, πλαισιωμένοι από Αγίους σε εικονίτσες… Αναστέναξε και ξεκίνησε να ποστιάζει τα υλικά, ώσπου είδε ότι δεν είχε σταφίδες.

 — Ωχου, σταύρωσε τα χεράκια της.

Φανουρόπιτα χωρίς σταφίδες! Τώρα πως θα ζητήσει από τον Άγιο να της φανερώσει; Τι; Τι; Μια πρωτόγνωρη οργή φούσκωσε τα στήθη της.

 —Τι Άγιε; Τι Χριστέ μου; Τι Παναγιά  μου; Μια ζωή στην Εκκλησία... Γιατί; 

Μου πήρες άντρα, παιδί κι εγώ να κλαίω για τις σταφίδες σου! Που είσαι; Υπάρχεις; Κι αν υπάρχεις γιατί ποτέ δεν σε είδα εγώ; Όχι. Ανάθεμα.

  Έφτιαξε την Φανουρόπιτα λειψή. Ζήτησε απ' τον Άγιο μεγαλόφωνα και με βλοσυρό ύφος να της δείξει ότι δεν έκανε τόσα χρόνια μάταια την πίτα του.

 —Αν δεν μου δώσεις σημείο, είναι η τελευταία πίτα που σου φτιάχνω, είπε.

  Πήγε στην Εκκλησιά και άφησε την πίτα στο τεράστιο στρογγυλό τραπέζι με τα πολλά πατώματα, που σε λίγο θα γέμιζε από πίτες. Ούτε που την ένοιαζε πλέον που δεν είχε σταφίδες. Κι ούτε έψαξε να βρει τον παπά να πάρει την ευλογία του.

Έξω στο πεζοδρόμιο την πλησίασε ένα παλληκαράκι στην ηλικία του γιου της.

 —Καλέ μάνα, πεινάω, δώσ’ μου κάτι να πάρω να φάω, της είπε.

—Αχ ψυχούλα μου, γιαβράκι μου, δεν έχω πάνω μου,  πέντε δραχμούλες είχα τις έριξα για κερί, αλλά έλα, έλα να φας σπίτι μου, του είπε.

Το παλληκάρι απόρησε αλλά η κυρά χαμογέλασε. Τι μπορεί άραγε να τις έκανε; Να την έκλεβε; Ανάθεμα κι αν έβρισκε τίποτα στο φτωχικό της. Να την σκότωνε; Μακάρι να πήγαινε δίπλα στον άντρα και στο παιδί της. 

 — Έλα, τον πήρε από το χέρι με μια πρωτόγνωρη ζωντάνια.

  Τον πήγε στο σπιτάκι της,  του έδωσε καθαρά ρούχα του γιου της ‒ είχαν μια κοψιά βλέπεις ‒ του ετοίμασε φαγητό, δυό αβγά που είχε, λίγες πατατούλες και έκοψε και δυο ντομάτες σαλάτα. Ύστερα, του έστρωσε το κρεβάτι του γιου της να κοιμηθεί και τον άφησε μόνο του, με το που άκουσε να σημαίνουν οι καμπάνες  της εκκλησιάς για τον εσπερινό.

  Κόσμος πολύς, πολλές οι Φανουρόπιτες, ψάχνει να βρει την δικιά της, μα… τι είναι αυτό πάνω στην πίτα της;

Απολύει η εκκλησιά, ορμάνε  οι κυράδες να πάρουν τις πίτες τους, κάποια στιγμή φτάνει κι η κυρά Κούλα στην πίτα της και βλέπει από πάνω ένα βουναλάκι με σταφίδες.

 —Βρε, παπα-Αχιλλέα, ποιος έβαλε σταφίδες πάνω στην πίτα μου; ρώτησε.

 —Με δουλεύεις Χριστιανή μου, διακόσιες πίτες και που θες να ξέρω τι... Ααα, θα έγινε λάθος μάλλον, ήρθε ένα παλληκάρι, φανταράκι, με στολή εξόδου και με ρώτησε. που είναι η πίτα της μάνας του κι εγώ τον αποπήρα, που ήθελε να ξέρω, αλλά μου είπε ότι την βρήκε και κάτι άφησε πάνω. Μάλλον θα τις άφησε όπου βρήκε…

Η κυρά Κούλα είχε λιποθυμήσει και όταν συνήρθε τα διηγήθηκε όλα στον παπα-Αχιλλέα.

 —Καλά, βρε ευλογημένη, έμπασες έναν άγνωστο ναρκομανή στο σπίτι σου; ωρυόταν ο παπάς. Μην κουνηθείς, θα σε γυρίσουμε σπίτι με τους επιτρόπους, της είπε.


—***—

 

—Ξενοφώντα, παιδί μου, είπε ο παπάς, πήγαμε στο σπίτι της κυρά Κούλας. Τίποτα από όσα μας είπε, δεν είδαμε. Τα αυγά ήταν στο ψυγείο κι ας ορκιζόταν ότι τα τηγάνισε. Τα ρούχα του γιου της στην ντουλάπα κι ας ορκιζόταν ότι ο νέος τα φόρεσε. Ούτε πετσέτα, ούτε νερά στο μπάνιο… Μόνο ένα βαθούλωμα στο κρεβάτι σαν ένα σώμα να είχε ξαπλώσει και να άφησε πεντακάθαρα πάνω στο στρώμα το σχήμα του…Και μια ευωδιά! Όλο το δωμάτιο να μοσχοβολάει, άρωμα πρωτόγνωρο, που πέρναγε θαρρείς μέσα σου…  Ποτέ μου δεν είχα μυρίσει τέτοιο μύρο…

Την επόμενη δεν ήρθε στην εκκλησία. Ούτε την Κυριακή. Μετά την Κυριακάτικη λειτουργία και τον καφέ, πήγαμε σπίτι της. Δεν μας άνοιγε και ένας επίτροπος μπήκε από το παραθυράκι του μπάνιου. Την βρήκαμε στο κρεβάτι του γιου της, αυτό με το βαθούλωμα, να έχει σταυρώσει τα χεράκια της και να χαμογελάει τόσο γλυκά… Έχω δει χιλιάδες νεκρούς στα πενήντα χρόνια ιεροσύνης μου˙ τέτοιο χαμόγελο δεν είχα ξαναδεί.  Και η ευωδία εξακολουθούσε. Νεκρή σχεδόν μια βδομάδα… 

Αιωνία τους  η μνήμη.

 

Comments


bottom of page