Έστρεψε το στιλβωμένο βλέμμα της και το έχυσε κατά τον δρόμο.
Για λίγο έμεινε ασάλευτη, ολόγυμνη αντίκρυ στην αιώνια φωτιά.
Μόνο εκείνη και ο αλλοτινός θεός, ο πρωτόπλαστος θεός, προτού πλαγιάσουν στο ξαναμμένο στήθος της ο δικαστής και ο απολογητής. Τότε που τα ουρλιαχτά ειδοποιούσαν θάνατο, χαμό και φαγοπότι.
Έπειτα ξεκίνησε να περπατά προς τη χάση του φωτός.
Αμέσως ένιωσε μία οικειότητα γι’ αυτόν που είχε απέναντί της, κι έτσι ερωτεύτηκε ξανά, για πολλοστή φορά, τον λάγνο εκείνο ψίθυρο.
Στην αρχή κάπως άτολμα, λες και μια αδιόρατη δύναμη την εμπόδιζε από το να φύγει μπροστά.
Κάτι παλιό, όμως, βλάστησε μέσα της, στα σπλάχνα της· μία απερίγραπτη χαρά για θλίψη την κατέκλυσε.
Συνέχισε να βαδίζει: πρόστυχη, ξυπόλητη, αναμαλλιασμένη.
Μόλις σκέλισε στην καυτή άσφαλτο, το κορμί της τινάχτηκε, φτερνοπάτησε, οι οπλές των ποδιών γραπώθηκαν στ’ αέρινα νήματα και οι γάμπες στραγγάλισαν μεμιάς κάθε της παράπονο.
Φωνή δεν είχε ακόμη, μήτε ακοή. Μονάχα έβλεπε όπως τα νεογνά, θαμπά και ασχημάτιστα, και αντιδρούσε, θα έλεγε κανείς, όπως τα ψάρια της αβύσσου- ενστικτωδώς.
Σήκωσε ψηλά τα πληγωμένα χέρια της, πολύ ψηλά, ως το παρθένο πέλαγο του ουρανού.
Σαν δυο παπαρούνες τ’ ανέμιζε, πότε από εδώ και πότε από εκεί.
Κι έπειτα, κάρφωσε τα λεπτά της δάχτυλα στα αχτένιστα μαλλιά. Ήθελε να δείχνει όμορφη, δεν ήξερε γιατί.
Έγλειψε τις παλάμες, πρώτα τη μία κι ύστερα την άλλη.
Τις σάλιωσε αργά, όπως τα πληγωμένα κτήνη γλείφουν τις πληγές τους. Έτσι και εκείνη, το ίδιο και εκείνη!
Σαν έδιωξε τη σκόνη από πάνω της, ένιωσε καλύτερα, δεν ήξερε γιατί. Μήπως πίστεψε ότι ήταν ελάφι;
Πήγε και στάθηκε επάνω στη διακοπτόμενη γραμμή κι αμέσως την αναγνώρισε ως σημάδι, μία κατευθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει.
Μόνο αυτό όμως.
Ένας λευκός οιωνός τράβαγε ολόισια ανάμεσα από τα λαγόνια της. Πήρε να κατηφορίζει.
Βήμα το βήμα άρχισε να βλέπει πιο καθαρά, όχι πως καταλάβαινε τι ήταν όλα εκείνα που αντίκριζε.
Αλλά τώρα, να που ξεχώριζε τα δέντρα από το χώμα, τη θάλασσα από τον ουρανό, το χέρι της από το χέρι, το αίμα από το ξένο αίμα.
Για άλλη μια φορά σταμάτησε και κοίταξε ολόγυρα.
Πεινούσε φαίνεται.
Τον ήλιο έκοβε στη μέση ο ορίζοντας-δύση ή ανατολή, άγνωστο ακόμη. Κοιτώντας τον, η γυναίκα, θυμήθηκε τη λέξη πεφταστέρι. Κάτι όμως, σαν να τη φόβισε και έσφιξε τα βλέφαρα. ένα πουλί, φτερούγιζε, γρήγορα γρήγορα, το καταδίωκαν αστραπόβροντα, να το εξολοθρεύσουν, να το τεμαχίσουν, να το κατασπαράξουν. Σύννεφα γκρίζα που τόξευαν βέλη βροχής και πάνω τους ίππευαν άγγελοι με σάλπιγγες στα χέρια, και πορφυροί χιτώνες ανέμιζαν ξοπίσω.
Κύρτωσε τη ράχη της κι αγκαλιάζοντας την κοιλιά, σκάρωσε ένα κέλυφος γύρω της. Σίγουρη ότι είχε γίνει άτρωτη, άρχισε να γελά: από χαρά, από ευτυχία, από ανάγκη. Δεν είχε ξαναγελάσει φαίνεται, δεν είχε φανταστεί ποτέ ξανά και ανάθεμα εάν γνώριζε, τι θα πει αγάπη.
コメント