top of page

Άννα και Νανά/ Νανά και Άννα

Έλα, έλα σου λέω!

Το νερό είναι υπέροχο!

Άσε το να σε κάνει να ριγήσεις, να νοιώσεις όσα δεν έχεις νοιώσει ποτέ.

Τι κι αν δεν έχουμε μαγιό, είναι καλό και το βρακί μας καλέ!



Το γάργαρο γέλιο της ακουγόταν σε όλη την έρημη παραλία. Πλατσούριζε σαν μωρό παιδί και ας ήταν σχεδόν πενήντα.


Τίποτα δεν της χαλούσε την μοναδική επαφή με το νερό, με την «πλανεύτρα» όπως η ίδια έλεγε την θάλασσα.


- Καλεεέ θα σε τραβήξω αλήθεια στο λέω αν δεν έρθεις.

Ζούμε σήμερα, γελάμε σήμερα, αγαπάμε σήμερα, ερωτευόμαστε σήμερα, τρώμε το αγαπημένο μας φαί σήμερα...έλαααα !!!


- Όχι βρε Άννα μου, δεν μπορώ εγώ το κρύο νερό της θάλασσας, είναι Οκτώβρης!


- Ναι και τον Αύγουστο μπήκες!!

Έλα καλέ, θα σε μάθω εγώ να κολυμπάς, τώρα που δεν έχει κανέναν.


- Εγώ σε βλέπω και σε χαίρομαι φιλενάδα!

Σε χαίρομαι που ακόμα είσαι δεκαοκτώ και ας κοντεύουμε πενήντα.


- Eίπαμε η ηλικία είναι ένας αριθμός, δεν μας νοιάζει τι λέει το ημερολόγιο.

Εμείς ζούμε την κάθε στιγμή της κάθε μέρας όπως έρθει.

Ρίξε μου την πετσέτα, βγαίνω μετά απο αυτή την βουτιά !


Η τρελή αγαπημένη της φίλη, η Άννα. Τι φίλη δηλαδή, αδελφή.


Άννα και Νανά, απο το Χριστιάνα, αλλά έγινε Νανά για να είναι αναγραμματισμός του ‘Αννα.


Μαζί απο την 3η δημοτικού και όλα τα υπόλοιπα χρόνια σε δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο.

Μαζί στα πρώτα φτερουγίσματα τρελής εφηβείας την δεκαετία του '90. Μαζί και στα πρώτα καρδιοκτύπια, στο πρώτο φιλί, μαζί σε όλα!


Στο πανεπιστήμιο μόνο χώρισαν για τέσσερα χρόνια, μέχρι να έρθει πίσω απο την Αγγλία που έφυγε για σπουδές η Άννα.

Εδώ ήταν στο γάμο της με τον Θανάση, εδώ και στον χωρισμό και στο κλάμα της.

Η μία δίπλα στην άλλη στα εύκολα, τα δύσκολα, τα όμορφα και τα «χαλασμένα», όπως γελαστά της τα περιέγραφε η Άννα. 

Για όλα έβρισκε μία γελοία κάποτε λέξη να παρομοιάσει καταστάσεις, ανθρώπους και πράγματα.

Το χιούμορ της πηγαίο και το γέλιο της δυνατό και γάργαρο.


Αν γελούσε η Άννα γελούσαν και οι γύρω τους χωρίς να γνωρίζουν τον λόγο.

Της πέταξε την πετσέτα και έτρεξε κοντά της.

- Φιλενάδα είναι κρύος ο αέρας και ξέσπασε σε γέλια!! Καλέεε, μου θυμίζεις γριά κυρία όπως κάθεσαι!! Άντε πάμε μια βόλτα να ξεπιαστούν τα πόδια μας.

- Θα ήθελα να ήξερα που την βρίσκεις τόση ενέργεια αλήθεια. Ήσουν και είσαι ακόμα γεμάτη ζωή φιλενάδα, να σε χαίρομαι μέχρι τα βαθιά γεράματα έτσι, γεμάτη υγεία και τρέλα !


- Όλα είναι στο κεφάλι μας Νανούλα μου· όλα μα όλα είναι μέσα σε αυτό το στρογγυλό, άντε και κάποτε στραβό μας κεφάλι.

Τι θα κάνω φιλενάδα, να κλαίω που μεγαλώνω, είπαμε είναι ένας αριθμός.

Το μαλλί το βάφουμε, το κορμί όσο μπορούμε το προσέχουμε και ας φάμε και το κάτι τις μας παραπάνω κάποτε.


- Εσύ , τρως το κάτι τις σου παραπάνω; έλα ρε Άννα άσε μας!! Βόσκεις κάθε μέρα και σηκώνεσαι απο το χάραμα να πάς να δείς την ανατολή του ήλιου ότι μήνας και να είναι, ότι καιρό και αν κάνει.

Που τα έχεις πρήξει τα παιδιά στο ψάρι και τα χόρτα·

άσε μας καρδιά μου!


Το γέλιο της την έκανε να γυρίσει να την δεί περίεργα.


- Τί, τώρα γελάς και χωρίς λόγο;


- Όχι είναι που τους είπα προχθές ότι πρέπει να τρώμε δύο φορές την βδομάδα κινόα, και είπαν θα αλλάξουν σπίτι και συνέχισα ότι η κινόα θα είναι τέσσερις φορές την βδομάδα στο τραπέζι για να φύγουν πιο γρήγορα.


Άρχισαν να γελάνε και οι δύο τους σε ένα γάργαρο, τρελό γέλιο και να βλέπει η μία την άλλη.


- Καλά, εσύ τους το τερμάτισες, αλήθεια.

Και τι σου έκαναν παρακαλώ ο Στέφανος και το παιδί.

Βόσκε εσύ, πρέπει και εκείνοι; σκάγοντας πάλι και οι δύο στα γέλια.


- Ναι, δεν με ξέρεις καλέ τόσο καλά ας πούμε τώρα, που θα του αφήσω με κινόα και λαχανικά.

Τρώνε πουλάκι μου, τρώνε!

Δεν βλέπεις τον βαφτιστικό σου μας πέρασε όλους και ακόμα είναι δέκα εφτά ε;


- Να σε παρακαλέσω να αφήσεις το παιδί μου ήσυχο !! Πήρε απο την Νοννά του.



Αν υπήρχε άνθρωπος τριγύρω, σίγουρα θα τις περνούσε για τρελές. Το χάχανο της Άννας πρέπει να ακουγόταν στη Βηρυτό και της Νανάς έτρεχαν τα μάτια της.


- Τι γελάς καλέ, επειδή εμένα χάθηκε το ύψος μου και το πήρε το παιδί σου;


- Ναι επειδή πριν ήσουν δύο μέτρα και τώρα ενάμισυ.



Τα πειράγματα τους ήταν πάντα καλοπροαίρετα και ποτέ δεν παρεξηγούσε η μία την άλλη.

Πάντα αγαπημένες και μια γροθιά. Και να τσακώνονταν ήταν πάντα για λίγο.

Πάντα η μια θα έψαχνε την άλλη και μια αγκαλιά θα τα έλυνε όλα.


Όσα παρακάλια και αν έκανε η Άννα στη Νανά να έρθει μαζί της για ένα πρωινό περπάτημα κανένα δεν απέδωσε.

Υπναρού η μια, ένεση αδρεναλίνης η άλλη.

Μόνο στα τραγούδια και στο χορό τα έβρισκαν πάντοτε.

Και εκεί γινόταν το έλα να δεις.

Οι άλλες φίλες της παρέας κάποιες στιγμές τις ζήλευαν, αλλά ήταν τόσο αυθεντική η αγάπη και η αλληλοεκτίμηση τους που τίποτα δεν τις χώριζε.



Και όταν η Νανά έκανε τον πρώτο της γάμο και ατύχησε με τον Θανάση και έτρεχαν για διαζύγια και τα δια ταύτα, εκεί ο βράχος της «Θετικής ενέργειας», όπως την αποκαλούσε, να της δίνει δύναμη και να την προτρέπει να του πάρει ακόμα και τα σώβρακα, σκάζοντας πάντα στα γέλια.



Αυτή ήταν που την έκανε να δει με «άλλο μάτι» τον δικηγόρο που είχε αναλάβει το διαζύγιο της. «Σε καλοβλέπει καλέ, τι δεν καταλαβαίνεις, βούρλο, χαμογέλασε και μην σε δω ξανά στο γραφείο του χωρίς να γίνεις κοκέτα κατάλαβες;»



Δύο χρόνια μετά η Νανά και ο Βασίλης ήταν ζευγάρι και τώρα έχουν και δυο παιδιά μαζί.

Τι κι αν η ίδια δεν ήθελε άλλο γάμο από φόβο, η οικογένεια τους ήταν γερή και αγαπημένη και η Νανά πολλάκις ευτυχισμένη με τον Βασίλη.

Η πρόταση γάμου που της έκανε στα Σαραντακοστά της γενέθλια σε συνεργασία με την Άννα και τα δύο τους παιδιά, ήταν ότι πιο όμορφο της συνέβη.


Και η φίλη της ήταν συνέχεια μαζί της για όλα τα τρεξίματα του γάμου, δίπλα της και στην εκκλησία, η κουμπάρα της και τόσο περήφανη και χαρούμενη για τη φίλη της. «Σου αξίζει κάθε ευτυχία ψυχή μου!!!». Πόσο την αγαπούσε!!



Μαζί θα ζούσαν μέχρι τα γεράματα, στο ίδιο γηροκομείο να τρελαίνονται οι υπόλοιποι γέροι, έτσι έλεγαν και έσκαγαν πάλι στα γέλια.



Έβλεπε την θάλασσα και τον γκρίζο ουρανό και είχε μπροστά της το πιο μεγάλο δίλημμα…να βουτήξει ή να τρέξει να φύγει.


Σαν φωνή που έβγαινε μέσα από την θάλασσα, άκουσε την δυνατή φωνή και το γάργαρο γέλιο της Άννας να την φωνάζει να βουτήξει…


- «Έλα, έλααα σου λέω !! Το νερό είναι υπέροχο !! Άσε το να σε κάνει να ριγήσεις, να νοιώσεις όσα δεν έχει νοιώσει ποτέ.

Τι κι αν δεν έχουμε μαγιό, είναι καλό και το βρακί μας καλέ !!!

χαχαχα!!!»



Έτρεξε όπως ήταν με το φούτερ και τις αθλητικές φόρμες και βούτηξε στην φουρτουνιασμένη θάλασσα του γκρίζου πρωινού του Σεπτέμβρη.

Τι και αν ήταν επτά το πρωί, τι κι αν δεν είχε κολυμπήσει ποτέ ξανά.

Η Άννα την καλούσε!



Βγήκε στην επιφάνεια της θάλασσας και άφησε να βγει από τα στήθια της την πιο μεγάλη στριγκλιά που έβγαλε ποτέ στη ζωή της.



Άφησε την θάλασσα να πνίξει μέσα της όλα τα δάκρυα και όλο τον πόνο που κρατούσε μέσα της τον τελευταίο χρόνο.

Η αγαπημένη της, αδελφική φίλη, είχε ανοίξει τα φτερά της και πέταξε για την οδό των αγγέλων.

Μόνο λίγους μήνες χρειάστηκε το θεριό να την κατασπαράξει και να την κάνει να σβήσει.



Ένα μικρό, σαν μπιζέλι κουβαράκι λίγο πιο πάνω από το δεξί της στήθος, την είχε παραξενέψει ένα πρωινό που ετοιμαζόταν για τον καθημερινό της περίπατο στην θάλασσα.

Αμέσως έκλεισε ραντεβού στον γιατρό της, ποτέ δεν άφηνε τίποτα για μετά.


Το πάλεψε παλικαρίσια όπως πάλευε για τα πάντα στη ζωή της.


Έκανε όλες τις προσαρμοσμένες και μη θεραπείες, χωρίς να παραπονεθεί ποτέ, χωρίς να πει ποτέ πονάω. Πάντα χαμογελούσε ακόμα και τις μέρες που μετά τη χημειοθεραπεία έτρεχε συνέχεια στο μπάνιο για να βγάλει τα «αποθέματα» της, όπως τα έλεγε, για να αποφορτίσει το περιβάλλον ή τους γύρω της.



Η Νανά ήτανε συνεχώς δίπλα σε εκείνην και στον Στέφανο, τον σύζυγό της Άννας, που έγινε κουρέλια μέσα σε αυτούς τους μήνες.


Αυτός ο δίμετρος λεβέντης που στα πενήντα του δεν είχε ακόμη άσπρα μαλλιά και γινόταν αιτία να έχει όλα τα πειράγματα της Άννας, έγινε αγνώριστος.

Έφευγε η ψυχή του σπιτιού τους.


Έφυγε γεμάτη από αγάπη και χαμόγελα.


Είχε φροντίσει για όλα και για όλους, σαν να ήξερε ότι δεν ήταν πολύς ο χρόνος της.



«Όλα καλά θα είναι φιλενάδα μου ! Και αν δεν, αυτό σημαίνει ότι ο παράδεισος έχει έλλειψη από γέλιο και λίγη καλή τρέλα, αυτό να θυμάσαι. Και ότι για να θέλει Αυτός να φύγω, δεν έχει έναν λόγο, έχει πολλούς!!» έλεγε δείχνοντας τον ουρανό.


«Να έχεις όμως λίγη έγνοια, όχι πως την χρειάζεται, στο Άρη, ξέρεις εσύ. Αλλά και στον Στέφανο, να του βρείς γκόμενα εεε, μην μείνει μόνος» και γελούσε, όσο της επέτρεπε ο πόνος.



Δεν ήθελε να κλαίει κανείς και να φοράνε όλοι λευκά και ροζ ρούχα και θα έδινε σε όλους από ένα λευκό ή σομόν τριαντάφυλλο, «οι ορχιδέες είναι ακριβές, μην σας βάζω σε έξοδα!».


Αυτές ήταν οι οδηγίες που είχε και όφειλε να τις εκτελέσει μόλις η φίλη της πέταξε στα χέρια της αγαπημένης της Παναγιάς.



Η Νανά με ένα κορμί που έτρεμε μέσα στο κρύο νερό πήρε την πιο μεγάλη απόφαση της ζωής της!

Και τι δεν θα έδινε να άκουγε την φίλη της, που από μωρό παιδί την παρακαλούσε να βουτήξει και να χαρεί την θάλασσα, την πλανεύτρα της, να βουτήξουν μαζί, να την ρίξει μέσα χωρίς να σκεφτεί, να γελάσουν και ας έβρεχε το κεφάλι και την χαίτη της «βρέξε καλέ την χαίτη σου, τι θα πάθει!

Αύριο πάλι πάμε στο κομμωτήριο !»



Για την Άννα της, την δίκη της παντοτινή Άννα θα περπατούσε κάθε πρωί και θα έβλεπε κάθε Ανατολή και θα μάθαινε κολύμπι, τώρα στα σχεδόν πενήντα δύο της χρόνια.

Θα κολυμπούσε όποτε της έκανε κέφι, «με το βρακί άμα τύχει» μέχρι να ξαναντάμωναν στον λευκό παράδεισο, με τις λευκές ορχιδέες!!



Αφιερωμένο στην κάθε Άννα που έφυγε νωρίς, από αυτό τον άσχημο, γκρίζο κόσμο, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο.

Comments


bottom of page